Αφελές, απλοϊκό, παράξενο, καθόλου πρωτότυπο, ασήμαντο: είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που επιφύλαξε η ελληνική κριτική στο μικρό κείμενο του Ανδρέα Κάλβου, με τον τίτλο `Απολογία της αυτοκτονίας` (`Apologia del suicidion`), ήδη από την πρώτη εμφάνισή του στο ελληνικό κοινό (1937/1938). Οι χαρακτηρισμοί, όμως, αυτοί ήταν μάλλον προϊόν της ασφυκτικής επικέντρωσης των μελετητών στα είκοσι ελληνόγλωσσα ποιήματά του, που συγκροτούν το σώμα των Ωδών, και λίγη σχέση είχαν με την αξία του ίδιου του κειμένου.
Η παρούσα μελέτη αντιστρέφει το ερώτημα, επιχειρώντας να κατανοήσει το κείμενο μέσα στα φιλοσοφικά, ιδεολογικά και κοινωνικά συμφραζόμενα της εποχής του. Τι σήμαινε ο λόγος περί αυτοκτονίας, ακόμα περισσότερο η υπεράσπισή της, στην Ευρώπη και ιδίως στην Ιταλία, του τέλους του δέκατου όγδοου και των αρχών του επόμενου αιώνα; Πώς η υπεράσπιση της αυτοκτονίας συνδέθηκε με τη σταδιακή διαμόρφωση του νέου πολιτικού υποκειμένου μετά τη Γαλλική επανάσταση; Ποια ήταν τα κείμενα και ποιες οι ιδεολογικές στάσεις, ιδίως του ιταλικού κόσμου, που αποτέλεσαν το περιβάλλον και τις προϋποθέσεις του καλβικού κειμένου;
Ο προσανατολισμός αυτός της έρευνας επιτρέπει να μελετήσουμε την `Απολογία` στην ιστορική της προοπτική, έξω από πρωθύστερες ερμηνείες, να εντοπίσουμε τη συγγένεια των ιδεών της με το ιταλόγλωσσο ποιητικό και δραματικό έργο του Κάλβου, αλλά και να ανιχνεύσουμε το πώς αυτές εντάσσονται στον θεμέλιο λόγο πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε το ποιητικό ύψος και το ιδεολογικό πρόταγμα του κατοπινού του έργου - φυσικά και των Ωδών του.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]