Κατά τα τελευταία τριάντα, τουλάχιστον, χρόνια το ιστοριογραφικό μας αίτημα εκκινεί από διαφορετική βάση: οι ραγδαίες αλλαγές στις κοινωνικές σχέσεις, η ανάπτυξη της κοινωνίας μας, τα κενά στις γνώσεις μας για το παρελθόν και η απελευθέρωση της σκέψης μας μετατόπισαν πλήρως τις ερευνητικές αναζητήσεις μας από την κορυφή προς τη βάση, στην κοινωνία· και εκεί παράγεται η ιστορία. [...]
Η αλλαγή της οπτικής και η αναζήτηση νέων ερμηνευτικών εργαλείων προϋπέθεταν αντίστοιχη διαφοροποίηση της τεκμηρίωσης. Αξιοποιήθηκε έτσι ο τεράστιος όγκος κρατικών και, κυρίως, ιδιωτικών αρχείων, ανενεργών έως τότε και περιφρονημένων. Πρόκειται για αρχεία με εμπορικό και ναυτιλιακό περιεχόμενο, με πληροφορίες για την παραγωγή, για τις αμοιβές, για τις δημογραφικές μεταβολές, για τη σκέψη κ.ά. Όσα χρειαζόμαστε, δηλαδή, για να αναδυθεί από τη μελέτη τους μια άλλη Ιστορία, πιο κοντά στις πραγματικότητες και πιο γοητευτική.
Έτσι, μπορέσαμε, μπορούμε τώρα πια, να κατανοήσουμε τη διαδικασία διαμόρφωσης της εθνικής συνείδησης, ώστε ο ελληνισμός να οργανώσει την εθνική του επανάσταση ως έθνος· μπορέσαμε να εντάξουμε `τον πόθο των Ελλήνων για ελευθερία`, που μια παλαιά ιστοριογραφία θεωρούσε τον μόνο και επαρκή λόγο για την Επανάσταση, στις κανονικότητες των ανατροπών, οικονομικών και ιδεολογικών, που γνώρισε η ελληνική κοινωνία κατά τα 60-70 χρόνια πριν από την Επανάσταση και διευκόλυναν την εμφάνιση του ελληνισμού, υπόδουλου και παροικιακού, ως ενιαίου.
Άλλωστε, η νέα ελληνική κοινωνία που προήλθε από τις προεπαναστατικές ανατροπές κατέστησε τον ελληνισμό ικανό να λειτουργήσει `ευρωπαϊκά`, για πρώτη φορά: συνειδητοποίησε και προσάρμοσε τις ανάγκες της, τα αιτήματά της, στα κοινωνικά και διανοητικά κινήματα της Ευρώπης που της έδειξαν το δρόμο προς την ελευθερία· συναισθάνθηκε πλήρως και πολύ γρήγορα τα μεγάλα μηνύματα του Διαφωτισμού, όπως και τα κατοπινά του Ρομαντισμού, που καθόλου δεν ήταν κίνημα αντιδιαφωτιστικό και αντεπαναστατικό· αυτή η νέα κοινωνία μπόρεσε να προετοιμάσει και να πραγματοποιήσει την Επανάσταση και να την εντάξει στο πλαίσιο των επαναστατικών αλλαγών στον ευρωπαϊκό χώρο, μολονότι, τη στιγμή της έναρξής της στην Ευρώπη είχαν κυριαρχήσει πολιτικές ηγεσίες διώκτες των επαναστατικών κινημάτων.
Στις παραπάνω προϋποθέσεις υπακούει και η δική μου `Εισαγωγή`, όπως και η `Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως` του Σπυρίδωνος Τρικούπη. Ασφαλώς ο σκοπός και ο περιορισμένος χώρος της Εισαγωγής οδηγούν σε άνιση περιγραφή: επέλεξα να τονίσω μόνο τα λιγότερο γνωστά και να οργανώσω τις νέες ερμηνείες για τα γεγονότα του Εικοσιένα και των δεκαετιών της `προετοιμασίας` του, όπως αυτές προέκυψαν από τις άφθονες άγνωστες, ή γνωστές αλλά ανεκμετάλλευτες, πηγές· η επιμονή μου, μάλιστα, σε όσα προηγήθηκαν οφείλεται στην ανάγκη να κατανοήσουμε τις πραγματικότητες που οδήγησαν στο μεγάλο γεγονός, να κατανοήσουμε καλύτερα το ίδιο το Εικοσιένα.
Είπα ήδη ότι θα επιμείνω περισσότερο στην ερμηνεία των γεγονότων και των συμπεριφορών· στο σημερινό επίπεδο των γνώσεών μας, η περιγραφή μαχών, συνεδριάσεων των εθνικών συνελεύσεων κ.λπ. παρέλκει. Βέβαια, ο σκοπός μου να παρουσιάσω όσα καινούρια γνωρίζουμε σήμερα για την Επανάσταση δεν είναι ο μόνος· θέλησα επίσης να υποδείξω ανεξερεύνητες πλευρές που η έρευνα δεν έχει ακόμη φωτίσει ικανοποιητικά, να υποβάλω μάλιστα για συζήτηση κάποιες δικές μου προτάσεις για διαλεύκανση - καρπός, φυσικά, μακράς έρευνας. Η διαχείριση των προσόδων, των περιουσιών, δηλαδή, που εγκατέλειψαν οι Τούρκοι φεύγοντας ηττημένοι, από την Επανάσταση είναι μία απ` αυτές. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]