[...] Οι λέξεις-κλειδιά, που ενώνουν τους δέκα αυτούς αιώνες μεταξύ (αρχαίας) Αθήνας και (βυζαντινής) Θεσσαλονίκης είναι το Φως και το Κάλλος ορατών τε πάντων και αοράτων. Ένα δίδυμο εννοιών τυπικά και καίρια ελληνικό, που διατρέχει την ελληνική διανόηση και τέχνη. Αναλογισθήτε, από τη μια πλευρά, την τέχνη του λόγου, από τον Όμηρο (ο δεκαετής τρωικός πόλεμος γίνεται για το κάλλος μιας γυναίκας και η μεγαλύτερη τιμωρία είναι το μη οράν φάος ηελίοιο), τον Πλάτωνα, τον Πλωτίνο, τις αρεοπαγιτικές συγγραφές, τον Ακάθιστο Ύμνο, τα ποιήματα του Συμεών του Νέου Θεολόγου, τα ιπποτικά βυζαντινά μυθιστορήματα, την πνευματική τιτανομαχία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά για τη φύση του θαβωρείου φωτός της Μεταμορφώσεως, την κρητική λογοτεχνία, το δημοτικό τραγούδι, τα ποιήματα του Σολωμού και τα κείμενα του Παπαδιαμάντη, για να φθάσετε μέχρι τον `ηλιοπότη` Ελύτη και τον ερωτικό Πεντζίκη της `κυρίας Έρσης`! Και από την άλλη, φέρτε στη μνήμη σας τους αρχαϊκούς κούρους και κόρες, τα εξιδανικευμένα πορτραίτα του Μεγ. Αλεξάνδρου, τα φαγιούμ, τις βυζαντινές εικόνες, για να καταλήξετε μέσω του `τρελού` Θεόφιλου στα υπερρεαλιστικά επιτεύγματα του Παρθένη, του Στέρη, του Εγγονόπουλου!
Όμως το θέμα μας δεν είναι το φως, το κάλλος και η ανά τους αιώνες εικαστική απόδοσή τους στην ελληνική τέχνη, όσο το μάθημα που βγαίνει άμεσα από την αφίσα (εικ. 1): ένα κρασί παλιό (το κάλλος και το φως στην πρώιμη κλασική τέχνη) μπαίνει σε νέα ασκιά (ψηφιδωτά Ροτόντας), δηλαδή παμπάλαιες έννοιες εκφράζονται με νέους καλλιτεχνικούς τρόπους κατά το πνεύμα της εποχής, χωρίς αγεφύρωτο εννοιολογικό χάσμα.
Είναι αναγκαία μια ακόμη παρένθεση. Εδώ και αιώνες έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε, ότι το Βυζάντιο δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο εξελληνισμός του γεννημένου στην Ιουδαία Χριστιανισμού. Αλλά η μεταπολεμική τάση είναι να αντιστραφεί αυτή η εκδοχή: δεν είναι Ελληνισμός εκείνος που αφομοίωσε τον Χριστιανισμό, αλλά ο τελευταίος προσέλαβε και μεταμόρφωσε τον πρώτο! Ελπίζω να είναι αντιληπτή η ειδοποιός διαφορά, η οποία μάλιστα σήμερα, σε εποχή κρισιμότατη για την Ορθοδοξία, μας προφυλάσσει από στενόκαρδους γεωγραφικούς εγκλωβισμούς. Θα ήθελα να γίνω σαφέστερος: η Ορθοδοξία είναι εκείνη που εμπεριέχει τον Ελληνισμό και όχι αντίστροφα· και αυτός, με τη σειρά του, δεν ταυτίζεται με τα ελλαδικά όρια. Αυτό είναι ένα θεμελιώδες μάθημα, που μας παρέδωσε το Βυζάντιο, αλλά το κατάχωσαν Γαλλική Επανάσταση, Διαφωτισμός και εθνικιστικά κινήματα υπό τον μανδύα της `προοδευτικότητας`.
Η θέση αυτή μας βοηθάει να περάσουμε στο πεδίο της τέχνης, όπου συμβαίνει κάτι ανάλογο: η βυζαντινή τέχνη δεν είναι απλώς η αρχαία ελληνική ή ρωμαϊκή με μεσαιωνικό ένδυμα, αλλά κάτι βαθύτερο και πολυπλοκώτερο: πρόκειται για την αρχαία κληρονομιά, αφομοιωμένη άλλοτε στο μέτρο του δυνατού και αναγκαίου και ξαναχυμένη σε νέα μορφολογικά καλούπια, και άλλοτε το αντίστροφο, δηλαδή νέες ιδέες που εκφράζονται με παλιά μορφή. [...]