Η Μικρασιατική καταστροφή αποτελεί την μεγαλύτερη τραγωδία του Ελληνισμού. Μεγαλύτερη και από την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Γιατί μετά την πτώση του Βυζαντίου, ο Ελληνισμός εξακολούθησε την ιστορική πορεία του, έστω και υπό τον ζυγό των Οθωμανών (. . .) Τρεις χιλιάδες χρόνια ελληνικής ιστορίας τερματίστηκαν βίαια, μέσα σε δεκαπέντε μέρες. Ενώ ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τις περιουσίες, τους ναούς και τα σχολεία τους, πολλά από τα οποία παραδόθηκαν στις φλόγες, και να καταφύγουν πρόσφυγες στην ίδια την πατρίδα τους (. . .) Στην περίπτωση της Μικρασιατικής καταστροφής, όμως, επαναλήφθηκε ο μύθος του αναγεννώμενου από την τέφρα του φοίνικα, σε διάστημα ολίγων χρόνων. Από τις στάχτες της καταστροφής προέκυψε μια νέα Ελλάδα, με ομοιογενή πληθυσμό και με πίστη στις δυνάμεις της τέτοια, ώστε 18 χρόνια μετά την μικρασιατική σύμφορά να νικήσει, το 1940. Ένα πολύ ισχυρότερο από τους Τούρκους αντίπαλο, τη φασιστική Ιταλία. Ο αναγεννώμενος φοίνικας, όμως, είχε να κάνει και με έναν άλλο τομέα. Τον ειρηνικό. Οι 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες από την Ιωνία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη επραγματοποίησαν μια νέα εποποιία στη μητέρα πατρίδα τους. Οι άνθρωποι αυτοί με την εργασία τους, τις επιστημονικές και τεχνολογικές γνώσεις τους, το πάθος τους για δημιουργία και διάκριση συνέβαλαν στην οικονομική ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη του έθνους. Οι 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες μπορεί να έφτασαν στην Ελλάδα ρακένδυτοι, είχαν όμως μέσα τους τη φλόγα της δημιουργίας και σύντομα αναδείχθηκαν σε πρωταγωνιστικό παράγοντα της νέας πατρίδας τους, με τις επιδόσεις στα Γράμματα, τις Τέχνες, τις Επιστήμες και την Οικονομία (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]