Το λογοτεχνικό αφήγημα μέσω του κειμένου, όπως και το κινηματογραφικό αφήγημα μέσω της διαδοχικής ροής των φιλμικών εικόνων και των ήχων που τις συνοδεύουν, παρουσιάζουν κοινές σταθερές σχετικά με λειτουργίες και δομικά στοιχεία της αφήγησης. Για τον λόγο αυτό, η συγκριτική προσέγγισή τους πραγματοποιείται υπό το πρίσμα της αφηγηματολογίας. Η αναπαράσταση της αλληλουχίας γεγονότων μιας ιστορίας με αρχή και τέλος, ο τρόπος με τον οποίο τα γεγονότα αυτά διαδραματίζονται στον χώρο και τον χρόνο, οι χαρακτήρες και οι καταστάσεις αυτών, ο τρόπος εκφοράς της αφήγησης και η εστίαση συνιστούν τις συστατικές παραμέτρους του λογοτεχνικού και φιλμικού αφηγήματος. Αυτές ακριβώς τις παραμέτρους καλείται ο αναγνώστης ή ο θεατής να αναγνωρίσει και να ερμηνεύσει.
Οι μεταφορές των λογοτεχνικών κειμένων στον κινηματογράφο αναπαράγουν λιγότερο ή περισσότερο το αρχικό κείμενο. Η γενετική συγγένεια που προκύπτει ποικίλλει ανάλογα με την ερμηνευτική ανάγνωση του σκηνοθέτη/κινηματογραφιστή και σύμφωνα με τις ευαισθησίες, τις γνώσεις, τις εμπειρίες και την προβληματική του. Το φιλμικό υπερκείμενο δημιουργείται κατά τη διαδικασία μετασχηματισμού του γραπτού κειμένου και τη συγκεκριμενοποίησή του στην κινηματογραφική γλώσσα. Η διακειμενική αυτή σχέση μεταξύ προτύπου και ταινίας μπορεί να έχει πολλές διαβαθμίσεις, από τη μίμηση έως την ελεύθερη ερμηνεία.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]