Στο ελληνικό νησί, όπου είχε καταφύγει ο αφηγητής μετά την ατυχία του δεσμού του με την Ιουστίνη, εμφανίζεται ένα βράδυ ο Βαλτάσαρ επωφελούμενος από μια απροσδόκητη στάθμευση του βαποριού που τον πήγαινε στη Σμύρνη. Του επιστρέφει, με τις προσωπικές παρατηρήσεις του, το ογκώδες χειρόγραφο που του είχε εμπιστευθεί ο συγγραφέας, κι όπου είχε αφηγηθεί την ιστορία των παιδιών αυτών της Αλεξάνδρειας -της Ιουστίνης, της Μέλισσας, της Κλέας, του Νεσσήμ και μερικών άλλων ακόμη. Το χειρόγραφο είναι γεμάτο από διορθώσεις, προσθήκες και σχόλια, σύμβολο μιας καινούργιας αλήθειας, "παλίμψηστο που επάνω του ο καθείς είχε αφήσει τα δικά του ίχνη". Τα γεγονότα διευθετούνται τώρα σύμφωνα με μια καινούργια ιεραρχία, όπου ο αφηγητής δεν είναι παρά ένα πρόχειρο προπέτασμα για μια γυναίκα που προσπαθεί ν’ ανακαλύψει τον εαυτό της μέσα στο σίφουνα της υπάρξεως. Και στο βάθος πάντα η σιλουέτα - της κεντρικής ηρωίδας της τετραλογίας - της Αλεξάνδρειας.
Ο "Βαλτάσαρ", το δεύτερο τούτο βιβλίο του "Κουαρτέτου", σπουδή σε βάθος της ανθρώπινης ψυχής και του ερωτικού φαινομένου, τιμήθηκε το 1959 με το βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος στη Γαλλία.