Η Μαργαρίτα χαμογελούσε. Όπως η Τατιάνα Μπιλάιεβα, αλλά όπως και ο Καβάφης, και όπως πολλοί Αλεξανδρινοί που γνώρισα από τη μέρα που έφτασα από το Κάιρο με το λεωφορείο στην πρωταρχική Αλεξάνδρεια, η Μαργαρίτα Φιλάνοβιτς κοιτούσε τον κόσμο με διπλή οπτική, έβλεπε ένα παρελθόν δύο χιλιάδων ετών να ζωντανεύει αδιάκοπα μπρος στα μάτια της, λιγότερο φασματικό ίσως από τις όψεις του παρόντος που την περιέβαλλαν. Ήμασταν στο Χότζαντ, πρώην Λένινμπαντ, μια μέρα του Ιουνίου του 1996, στις 28 του Ιούνη για την ακρίβεια, έκανε μια ζέστη του σκασμού, κι εκείνη έβλεπε τον Αλέξανδρο όρθιο πάνω στα τείχη της Αλεξάνδρειας Εσχάτης, της πόλης του στα πέρατα του κόσμου, μια μέρα του 327, before J.C. indeed, να οδηγεί τους λογχοφόρους Θράκες καβαλάρηδες, τους Αγριάνες τοξότες, τους Θεσσαλούς ιππείς και τους μισθοφόρους πού` χε μαζέψει στο δρόμο των κατακτήσεων, ανυπόμονος να χιμήξει πρώτος στο ποτάμι, που οριοθετούσε όχι μόνο τον κόσμο αλλά και τη γνώση. Με την ίδια οπτική περιδιαβάζει και αναδιφεί την Αλεξάνδρεια ο Ντανιέλ Ροντώ. Περιπλανιέται στοιχειωμένος από το ξανθό παλληκάρι που έριξε τη χλαμύδα του στην άμμο για να σχεδιάσει αυτή την πολιτεία-πρότυπο ενός νέου κόσμου δίχως σύνορα. Περπατά γυρεύοντας στους δρόμους τα χνάρια του Καβάφη, του Φόρστερ και του Ντάρελ, που ανακαίνισαν το μεγαλείο της για να την παραδώσουν ξανά στους αιώνες. Εξερευνά τα μυστικά και τα πάθη των κατοίκων της, μελετά τη σκέψη και τη θεολογία τους και, τέλος, φτάνει στην Εσχάτη, την πιο μακρινή απ` όλες τις Αλεξάνδρειες, αναζητώντας τα ίχνη του ιδρυτή της μα και των πιο σύγχρονων Ελλήνων, που ξαναβάδισαν στα βήματά του όταν βρέθηκαν εξόριστοι στη γειτονική Τασκένδη.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]