Το πρόβλημα του Καλού απασχόλησε και απασχολεί καλλιτέχνες και αισθαντικούς ανθρώπους, ψυχολόγους και κοινωνιολόγους, παιδαγωγούς και πολιτικούς, γενικά κάθε στοχαστικόν άνθρωπο που βλέπει τί θέση έχει μέσα στη ζωή και στην ιστορία μας η Τέχνη και πόσο ουσιαστικά ανθρώπινο φαινόμενο είναι η δίψα της Ομορφιάς. Υπάρχει βέβαια μιά στάση και μιά διάθεση: να βλέπεις, να αισθάνεσαι και να μην απορείς. Έτσι είναι πλασμένοι και ευχαριστημένοι με την ησυχία της άγνοιάς τους οι περισσότεροι. Αλλά υπάρχει μιά στάση και μιά διάθεση πολύ διαφορετική: να βλέπεις και ν’ απορείς, να αισθάνεσαι και αμέσως ν’ αναζητείς το γιατί. Είναι η στάση του αριστοτελικού «θαυμάζειν»· απ’ αυτό γεννήθηκε η Επιστήμη. Όσοι λοιπόν είναι πλασμένοι ν’ απορούν και να ησυχάζουν μόνον όταν εξηγούν το γιατί, δεν έπαψαν να ερευνούν για να βρουν τις πηγές του Καλού και για να εξηγήσουν την ψυχολογική και κοινωνική σημασία του. Έτσι σιγά-σιγά και με τον καιρό είδαν το φως μιά Ιστορία, μιά Ψυχολογία και μιά Κοινωνιολογία της Τέχνης. Αλλά οι επιστήμες αυτές δεν μπορούν να νοηθούν χωρίς τη φιλοσοφική Καλολογία, την Αισθητική. Χωρίς δηλ. την κριτική ενέργεια του φιλοσοφικού στοχασμού που θα προσπαθήσει να συλλάβει και να εξηγήσει την ουσία του Καλού και της Τέχνης, καθώς και τις σχέσεις αυτής της λειτουργίας προς τις άλλες πνευματικές εκδηλώσεις. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]