Το περίεργο με το φλίππερ είναι ότι, σε αντίθεση με όλα τα άλλα αντικείμενα, κι αυτά που εξαφανίστηκαν από την καθημερινότητα, αλλά κι εκείνα που `εξελίχτηκαν` (μεταλλάχθηκαν, ήταν μία λέξη του συρμού) στο πέρασμα του χρόνου, δεν είχε χάσει τίποτα από την `ταυτότητά` του, ούτε κι από την αίγλη του, όταν κυριαρχούσε μεταπολεμικά στις αίθουσες της ψυχαγωγίας. Κι ακόμα, ενώ σε όλα τα άλλα αντικείμενα η νοσταλγία αφορούσε την οριστική απώλεια ενός ιδιαίτερου χαρακτηριστικού τους (στη γραφομηχανή, το κουδούνισμα από την αλλαγή της αράδας, με την πίεση του μοχλού προς τα μέσα, στον δίσκο 33 στροφών, ο χαρακτηριστικός ήχος από το `γρατσούνισμα` του βινυλίου ή το χοροπήδημα της βελόνας στον δίσκο, στα παλιά τηλέφωνα, ο θόρυβος από την περιστροφή του καντράν, που αργότερα `μεταλλάχθηκε` σε εκείνους τους σύντομους `μελωδικούς` τόνους, σαν κάποιος να ακουμπά απαλά ένα ξυλόφωνο), στο φλίππερ, με εξαίρεση την ύστερη `βιντεοποίηση` ή την εγκατάστασή του στους υπολογιστές, ήταν ένας ολόκληρος κόσμος που αποτυπωνόταν, ή μάλλον που εγκιβωτιζόταν στην κυριολεξία στο μηχάνημα, από τον οποίο δύσκολα μπορούσες κάτι ν` απομονώσεις, αφού κάθε καλός ή έμπειρος παίκτης, γνώριζε καλά τα περισσότερα μηχανήματα ή έστω εκείνα που συνήθως προτιμούσε, όπως οι παλιοί οδηγοί αγαπούσαν τα αυτοκίνητά τους, με τον λεβιέ στο τιμόνι και τα μονοκόμματα μπροστινά καθίσματα, ακόμα και τα δίχρονα, όπως τα αυτοκίνητα από την Ανατολική Γερμανία ή σαν το DKW, που οδηγούσε ο πατέρας του.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]