Πεντάμορφη: Κάθε κοινωνία κι η νεράιδα της. Προσδιορίζει την ύπαρξή μου μια απόκοσμη ομορφιά. Κι αυτή είναι για σένα, άνθρωπε, απροσπέλαστη, σαν το βαθύ ωκεάνιο νερό: ατενίζεις από μακριά, μα σύντομα σε πιάνει ίλιγγος. Εξοστρακισμένη με έχεις στο κοχύλι που γέννησε την Αφροδίτη. Δεν πειράζει. Πού και πού της αφέλειας το μάτι το παιδικό χρειάζεται μια ζεστή αγκαλιά και ένα ποτήρι γάλα. Σου τα δίνω! Σε έχω κι εγώ ανάγκη, άνθρωπε. Η αλλοτινή μου ύπαρξη επιβεβαιώνεται μέσα από τα έκπληκτα μάτια σου. Εγώ, το άμοιρο παραμυθάκι, υπάρχω όσο υπάρχουν χείλη να με σιγοψιθυρίζουν. Δε σου κρύβω, είναι φορές που επιζητώ απεγνωσμένα την απόλυτη αφάνεια. Θέλω να γίνω ένα μ` εσένα, να μιλώ για πράγματα απλά. Επειδή νιώθω την ψυχή μου αγίνωτη ακόμη να μην μπορεί να πέσει από τα κλαδιά της ανθρωπότητας.
Τέρας: Ξεκινώ με μιαν εξομολόγηση: Υπήρξα όμοιός σου, άνθρωπε, όμοιος τόσο που δε με ξεχώριζες. Εγώ πρώτος σιχάθηκα τον εαυτό μου. Τον σιχάθηκα επειδή με είχε εγκαταλείψει και είχε γίνει συντρίμμι μέσα στα συντρίμμια σου, προσμένοντας τον σκουπιδιάρη καιρό να με ανακυκλώσει μαζί μ` εσένα και να μη μας ξεχωρίζει ούτε το ροδοπάτημα της άνοιξης. Η αλήθεια είναι ότι από το μέτριό σου δε θα μπορούσα να υπάρξω καλύτερος, κι αυτό επειδή δε γεννήθηκα έτσι. Γιατί όμως να μην πιστέψω ότι μια ανώτερη δύναμη μου έριξε τη ματιά της και με έκανε να αλλάξω ρότα; Κι έγινα άσχημος επειδή εγώ το ήθελα. Εξόρυξα τα υπολείμματα της ύπαρξής μου στην πιο όμορφη ασχήμια: την απομόνωση από σένα. Μια δεύτερη εξομολόγηση: Σε έχω σχεδόν ξεπεράσει. Γιατί αν τύχει και ανασκαλέψεις τα σωθικά μου -κάτι που δε θα συνιστούσα, επειδή το σπλάχνο το δικό μου και του πετεινού χαρχαλιεύεται μονάχα από τη Μοίρα- θα διαπιστώσεις ομορφιά απαράμιλλη. Η ψυχή μου γυμνάστηκε στην Ποίηση, θεά γεννημένη από τα μέσα μου, κι εγώ γεννημένος από αυτήν. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]