Αν οι περισσότεροι σημερινοί νέοι που "γράφουν σαν τον Έζρα Πάουντ", μπορούσαν να δουν ως ποια απώτατα βάθη ποιητικών περασμένων φτάνουν οι ρίζες του, θα κυριεύονταν από παραλυτική αθυμία. Κι οι πιο γόνιμοι, οι πιο αποφασισμένοι, θα κοίταζαν πως να μάθουν "ποιητικά γράμματα", από την αρχή. Αυτό είναι ένα από τα διδάγματα του μεταφρασμένου Πάουντ. Κι ο ανθολόγος μεταφραστής που δούλεψε, φαίνεται, με σοβαρότητα και ευθύνη το θέμα του (θέμα μεγάλο και δύσκολο, σαν όλα τα παρόμοια) φρόντισε να παρουσιάσει τον Πάουντ σε όλη τη διαδρομή της ποιητικής του δημιουργίας, από συλλογή σε συλλογή. Αν κοιτάξουμε τις μεταφράσεις του κ. Κυζηράκου σαν ελληνικά κείμενα, θα τις βρούμε ικανοποιητικές. Η γλώσσα είναι αβίαστη, ομαλή, κοινή, η έκφραση δείχνει δοκιμασμένη ποιητική ευαισθησία, και η διατήρηση ενός ενιαίου ρυθμού στην προσωδία, κρατάει αυτά τα κείμενα σε μια κατάσταση "ποιητικής ζωής" - πράγμα που σημαίνει πως ο μεταφραστής αφομοίωσε τη δική του συγκίνηση με κάτι από τη ζωντάνια, από το ανάβρυσμα των πρωτοτύπων. Ο κ. Κυζηράκος, δούλεψε καλά, για να μας προσφέρει δείγματα της τέχνης ενός ποιητή που είπε τη μεγάλη και πικρή αλήθεια πως "δεν υπάρχει δημόσιος δρόμος προς τις Μούσες".
(Ανδρέας Καραντώνης, Εφημ. "Καθημερινή", 21.3.1967).
Βέβαια, για να μεταφράσει κανείς έναν ποιητή -και μάλιστα τον Πάουντ- χρειάζεται, κατ` αρχήν, μια σύμπτωση αισθήματος, θα το έλεγα... υπαρκτικού (κι ας έχει φθαρεί απ` τη μεταχείριση της λέξης το νόημά της). Ύστερα όμως είναι η δουλειά, -η ικανότητα για μια τέτοια εργασία- η γνώση της γλώσσα, η αγάπη του ποιητικού ιδιώματος, η αντίληψη της πάλης για σωστή έκφραση, η επιτυχία ή μάλλον ευτυχία της δύσκολης απόδοσης. Έχετε εργαστεί κ. Κυζηράκο μ` επίμονο πάθος κι ευσυνειδησία για να μας δώσετε ελληνικά τον Miglior Fabbro.
(Ζωή Καρέλλη, Επιστολή, 6.11.1967)