Ο John Boorman δεν είναι μόνο ένας ανανεωτής των κινηματογραφικών ειδών, αλλά και ταυτόχρονα ένας ταξιδιώτης στα μυστικά τους, ο οποίος ανακαλύπτει, με μια πρωτεϊκή έκπληξη, τα πιο αδιανόητα, σκοτεινά στοιχεία τους. Έφερε στο Χόλιγουντ μια ευρωπαϊκή, εντελώς προσωπική αντίληψη για την ανθρώπινη περιπέτεια, δεν εικονογράφησε τους γκάνγκστερ και την πικρή τους μοίρα στον «Επαναστάτη του Αλκατράζ», δεν στάθηκε στην επιδερμίδα της ηθικολογίας στο αντιπολεμικό δράμα του «Δύο λιοντάρια στον Ειρηνικό». Πήγε βαθύτερα και ουσιαστικότερα. Κι όταν επέστρεψε στη Βρετανία, με την ταινία «Λέων ο Έσχατος», επιστράτευσε όλη του την κοινωνική οξυδέρκεια, ενισχυμένη από το στιλιζαρισμένο του βλέμμα, για να καυτηριάσει τον συντηρητισμό της χώρας του. Αυτοδίδακτος, αυτοδημιούργητος με την έννοια ότι, αν σχεδόν πάντα δούλεψε στα μεγάλα στούντιο χωρίς να υποταχθεί στην κοινοτοπία τους, είδε το τέλος της ουτοπίας, την περιπέτεια και τον τρόμο στο «Όταν ξέσπασε η βία» πέρα από τον τυπικό, κατασκευαστικό εκβιασμό τους, την επιστημονική φαντασία του «Ζαρντόζ» ως αναστοχασμό πάνω στις δομές της εξουσίας, ενώ στο μεταφυσικό θρίλερ «Εξορκιστής ΙΙ: Ο αιρετικός» δεν λειτουργούσε εκτονωτικά ή «γκρανγκινιολικά», αλλά φανέρωνε μια βαθιά θεώρηση του Καλού και του Κακού, της μαγείας και της επιστήμης. Ο Boorman παραμένει ένας οραματιστής που τον γοητεύουν μύθοι και όνειρα, κι ένας ρομαντικός που δεν τρέφει αυταπάτες για την τρέλα των ανθρώπων. (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]