Όταν το 1894 ο νεαρός Τσαρλς Μίλερ αποβιβάστηκε στο λιμάνι Σάντος με μία μπάλα σε κάθε χέρι, κανένας δεν περίμενε ότι σε λίγες δεκαετίες το ποδόσφαιρο, αυτό το «βίαιο βρετανικό σπορ», θα γινόταν το ισχυρότερο σύμβολο της βραζιλιάνικης κοινωνίας. Πως είναι δυνατόν ένα απλό ομαδικό άθλημα να ενώνει μια ολόκληρη χώρα; Και τι εννοούν οι Βραζιλιάνοι όταν λένε, με σοβινισμό, ότι ζουν στη χώρα του ποδοσφαίρου; Από τα πιτσιρίκια που παίζουν ξυπόλητα στις παραλίες του Ρίο, τους εφήβους στις φαβέλες που ονειρεύονται να γίνουν οι νέοι Πελέ και Ρονάλντο, έως τις οργανωμένες ομάδες αντρών και γυναικών, το ποδόσφαιρο στη Βραζιλία είναι τρόπος ζωής. Ο Βρετανός Άλεξ Μπέλος, ανταποκριτής της εφημερίδας Guardian, προσπάθησε να εξηγήσει το φαινόμενο. Από τα μέσα του 2000 ξεκίνησε μια μεγάλη έρευνα. Πήρε συνεντεύξεις από εκατοντάδες ανθρώπους: νυν και πρώην παίκτες, προέδρους ομάδων, διαιτητές, κυνηγούς ταλέντων, ιστορικούς και φιλάθλους, ιερείς, τραβεστί, μουσικούς, μέλη ινδιάνικων φυλών και διαγωνιζόμενες σε καλλιστεία. Παρατήρησε ότι στη Βραζιλία τα γραφεία κηδειών παρέχουν φέρετρα με το θυρεό της ομάδας σου. Συνάντησε κάποιον που κερδίζει τα προς το ζην κάνοντας γκελάκια με μπίλιες από ρουλεμάν. Διαπίστωσε ότι οι πρόεδροι ποδοσφαιρικών συλλόγων μπορούν να γίνουν και Πρόεδροι του κράτους. Το αποτέλεσμα της έρευνας αυτής είναι ένα πρωτότυπο πορτρέτο της μεγαλύτερης χώρας της Λατινικής Αμερικής μέσα από το πάθος της όχι απλώς για ένα ωραίο παιχνίδι, αλλά για το «ποδόσφαιρο-τέχνη», όπως το ονομάζουν οι Βραζιλιάνοι.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]