Αγαπητέ μου Διονύση Καρατζά,
Κάποιος κάποτε πρότεινε στο Γάλλο φιλόσοφο Ρενάν να διατυπώσει τις σκέψεις του μέσα σε λίγα λόγια. Και κείνος απάντησε: `Αν μπορούσα όσα είχα να πω να τα διατυπώσω σε δυο σελίδες, τότε γιατί να γράψω τόσα βιβλία;`. Το ίδιο κι εγώ, απαντώντας στην τόσο ευγενική σου παράκληση να προλογίσω τη Β` έκδοση της ποιητικής σου συλλογής, σου λέω: `Αν μπορούσα να διατυπώσω τις εντυπώσεις μου με λόγια, τότε γιατί να τις `πω` με μουσική;`.
Εκείνο που μπορώ εδώ να περιγράψω είναι η μαγική επίδραση που είχαν οι στίχοι σου μέσα μου, ώστε μετά την πρώτη ανάγνωση, να αναβλύσουν οι μελωδίες που γνωρίζεις. Έτσι έγινε, θυμάμαι, με τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ, τα ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ και το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, για να αναφερθώ σε τρία ποιητικά έργα που η αποτύπωσή τους σε μουσική διάρκεσε όσο κρατά το γράψιμό τους σε νότες. Είναι γιατί, σκέφτομαι, υπάρχει μέσα μου ένα απόθεμα ηχητικό, που μια ορισμένη ποίηση το απελευθερώνει σχεδόν αυτόματα. Η ποίησή σου ήρθε να με συναντήσει σε μια στιγμή που διψούσα Ελλάδα. Μιλάς απλά, καθημερινά, με εικόνες που είδαμε και, βλέπουμε γύρω μας κάθε στιγμή, χωρίς να συνειδητοποιήσουμε ότι αποτελούν την ουσία της ζωής μας. Όταν λες `σε πόλεις ελληνικές`, οι πόλεις που ζήσαμε και που ζούμε γίνονται διαμιάς ελληνικές. Χίλια χρόνια πίσω μας και χίλια χρόνια μπροστά μας. Όταν λες `σταματάς τα νερά`, η ύπαρξή μας παίρνει τη διαφάνεια του κρυστάλλου, που πάνω του αντανακλάται η Αρμονία του Κόσμου.
Θέλω να σκέφτομαι τ` αγόρια και τα κορίτσια της πατρίδας μας, καθώς θ` ακούν στο μέλλον τα τραγούδια μας κρατημένα χέρι με χέρι να περνούν από την άλλη πλευρά του λόφου, εκεί που `σπάζοντας στα δυο τη θάλασσα βγαίνει το φεγγάρι`. Να το ιππεύουν σαν άλογο και να ταξιδεύουν μαζί του `στο μικρό βοριά`.
Με αγάπη, Μίκης Θεοδωράκης.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]