Ας πάμε πάλι πίσω στην χαμένη Θράκη. Στη Θράκη όπου βασιλεύει η Τουρκιά και δεν βρίσκεται ελληνικό ποδάρι και δεν ακούεται πλια η ελληνική φωνή. Ας πάμε εκεί όπου και η φύση η άγρια μένει η ίδια, κι οι μαλακοί κάμποι υπάρχουν απαράλλαχτοι κι οι θάλασσες φουσκώνουν και τρικυμίζουν το ίδιο, όπως πάντα αιώνια τρικύμιζαν, κι οι πολιτείες -μόνες οι πολιτείες- άλλαξαν ρυθμό, ζωή, κίνηση.
Να, ο τριπόταμος Έβρος, που κατεβάζει τα θολά νερά του καβαλικεύοντας γεφύρια παμπάλαια βυζαντινά, και φουσκωμένος φτάνει στ` ακρογιάλια του Αιγαίου. Κατεβαίνοντας έτσι κατάϊσα, δίχως πολλά κλωθογυρίσματα από τα βουνά της Βουλγαρίας μουρμουρίζει το τραγούδι του. Οι Βούλγαροι τ` ακούν στη γλώσσα τους, οι Τούρκοι στη δική τους και μεις στη γλώσσα μας. Είναι το τραγούδι του Έβρου, αιώνιο και ατελείωτο. Πέρα από τις όχθες του τίποτε πλια δεν ακούς ελληνικό. Μόνο αγναντεύοντας μακρυά βλέπεις με τη φαντασία σου τις ιστορικές πολιτείες, όπου άλλοτε ανθούσε μια ελληνική ζωή αξιοθαύμαστη κι ανθηρότατη. Να η Φιλιππούπολη με τις εκκλησιές της και τα ιστορικά μοναστήρια της, να η Τσορουλού, η βυζαντινή αυτή πολιτεία που νανουρίζεται τώρα μέσα στο θρακικό κάμπο με το όνειρο των περασμένων, να οι Σαραντακκλησίες από ψηλά από τους πρόποδες της Στράντζας -η παλαιά Καρποδαίμων- που μοίρεται, να η Βυζώ η πανάρχαια με τα κάστρα της, η Ραιδεστό στην Προποντίδα κ` η Μήδεια στ` αγριεμένα περιγιάλια της Μαυροθάλασσας. Πολιτείες του κάμπου και του γιαλού. Πολιτείες που είδαν δόξες και ατίμωσες και πολιτείες που δίπλα στη θάλασσα πέρασαν μπόρες και καταστροφές.
Και τώρα ερήμωση και χαλασμός. Τίποτε ελληνικό.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]