Από όλες τις μορφές του αρχαίου λυρισμού η χορική ποίηση είναι η πιο σύνθετη και πιο εξελιγμένη. Είναι ποίηση ομαδική: τραγουδιέται και εκτελείται ρυθμικά από τη συντεταγμένη ομάδα ενός χορού, με τη συνοδεία λύρας. Και στη συνοδεία αυτού του οργάνου οφείλει την ονομασία της από τους Αλεξανδρινούς ως "λυρική".
Πού οφείλεται η προσήλωση ενός μεταφραστή, που ενεργεί ως δευτερογενής δημιουργός -δηλαδή και αυτός ως ποιητής-, στα σωζόμενα αποσπάσματα του έργου των αρχαίων λυρικών; Στην ιδιαιτερότητα εκείνων των αιώνων που χαρακτηρίζονται ως αρχαϊκοί, την ευαισθησία και τη σημασία των οποίων η μετάφραση επιχειρεί να αποκαλύψει και να ζωντανέψει; Να αποκαλύψει, δηλαδή, τα κινήματα του νου, της φαντασίας και της δράσης των ατόμων μιας σημαντικής στιγμής της αρχαιότητας, κατά την οποία η φύση και ο μύθος γίνονται ιστορία και πολιτισμός; Και να ζωντανέψει τελικά μια ποίηση φτασμένη στην ανώτερη μορφή του λυρισμού της; Θα έλεγα, χωρίς να παραδοξολογώ, πως οφείλεται και αποσκοπεί, πριν και πέρα από όλα αυτά, στην ανάδειξη ως αξίας του αποσπάσματος. Αποσπάσματος ενός απολεσθέντος ή ανεύρετου προς το παρόν, και όμως νοερά αναγνωρίσιμου, όπως θα υποδειχθεί, ολοκληρώματος.
Η εποχή είναι ανοιχτή και εν εξελίξει και παρόμοια ανοιχτή και ασυμπλήρωτη είναι και η ποίηση πού την εκπροσωπεί. Όχι μονοκεντρική και οριστικά τελειωμένη, αλλά πολυκεντρική και τελειούμενη εν προόδω. Μία ποίηση ανοιχτή στην ολοκλήρωση. Τα αποσπάσματά της έτσι αναδεικνύονται ως υπαινιγμοί και αντιφεγγίσματα του όλου. Ως συμπυκνωτές του, όπως γίνεται νοητικά και με τα αρχαϊκά φραγκμέντα, τηρουμένων των διαφορών, των προσωκρατικών. Και με εκείνα και με αυτά δεν κλείνει αλλά αφήνεται αναπεπταμένος ο ορίζοντας να δράσει και να ακεραιώσει τα ελλείποντα η διάνοια εκεί και η φαντασία εδώ του αναγνώστη.