(. . .) Στην αρχή οι άρρωστοι πάθαιναν ένα είδος παραφοράς κατά τη διάρκεια της οποίας άρχιζαν να τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις τρικλίζοντας και βγάζοντας φρικτές κραυγές. Τα μάτια τους έλαμπαν, η φωνή τους ήταν βραχνή και έμοιαζαν να έχουν πάθει λύσσα. Οι φίλοι απέφευγαν τους φίλους τους (. . .), η πόλη είχε μετατραπεί πια σε πεδίο κυνηγιού, με αγέλες κυνηγετικών σκυλιών και θηράματα. Απ` ότι φαίνεται, τώρα είχαν αποφασίσει να σκοτώνουν τους άρρωστους και αντί για νοσηλευτήρια, έβλεπε κανείς ένα είδος chiapacan οπλισμένων με ρόπαλα και λάσα να περιφέρονται στους δρόμους. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]