Όταν ρωτήθηκα αν θα μ` ενδιέφερε να γράψω ένα βιβλίο για τη σειρά του Oxford University Press πάνω στα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, η αλαζονεία, η λαιμαργία και η απληστία είχαν ήδη ανατεθεί σε άλλους συγγραφείς. Θα μπορούσα, λοιπόν, να επιλέξω ανάμεσα στην οργή, την οκνηρία, τη λαγνεία και τον φθόνο. Η λαιμαργία, μου φαινόταν δελεαστική, επειδή είμαι ένας λεπτός που μέσα του -για να αντιστρέψω το γνωστό σχόλιο του Cyril Connolly- υπάρχει ένας χοντρός που προσπαθεί να δραπετεύσει. Με τραβούσε, επίσης, η οκνηρία, με την οποία μια νευρική ιδιοσυγκρασία -είμαι ένας άνθρωπος που δεν τον χωράει ο τόπος, ή μάλλον είμαι της σχολής `κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα`- ποτέ δεν μου επέτρεψε να ασχοληθώ μ` έναν σταθερό και αφοσιωμένο τρόπο· και η ιδέα του να ασχοληθώ επαγγελματικά με την τεμπελιά -αν και ήταν απρόσιτη για μένα στη ζωή- έμοιαζε να είναι ένα πάρα πολύ ελκυστικό θέμα προς διερεύνηση. Η λαγνεία, λυπάμαι που το αναφέρω, ήταν εντελώς εκτός συζήτησης. Πέρα από κάποια ηλικία -και φοβάμαι ότι την έχω φτάσει πια- το υπερβολικό ενδιαφέρον για τη λαγνεία μοιάζει ανάρμοστο, για να μην πούμε αισχρό, στον άνθρωπο. Όχι· τελικά, όπως ίσως και αρχικά, ήμουν για τον φθόνο προορισμένος.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]