Αν όλα ήταν τόσο απλά, θα έλεγα ότι ο τόμος αυτός εξερευνά, πέραν του ισογείου της υλικής ζωής - το θέμα του πρώτου τόμου αυτού του έργου -, τους αμέσως ανώτερους ορόφους της οικονομικής ζωής και υπεράνω αυτών την καπιταλιστική δράση. Αυτή η εικόνα του πολυώροφου σπιτιού αποδίδει αρκετά καλά την πραγματικότητα, τονίζοντας το συγκεκριμένο νόημά της. Μεταξύ `υλικής ζωής` (με την έννοια της πολύ στοιχειώδους οικονομίας) και οικονομικής ζωής, το πεδίο επαφής, που δεν είναι συνεχές, υλοποιείται σε χιλιάδες δευτερεύοντα σημεία: αγορές, εργαστήρια, μικρομάγαζα. . . Αυτά τα σημεία είναι ταυτόχρονα και τομές: από τη μια πλευρά η οικονομική ζωή με τις συναλλαγές της, τα νομίσματά της, τα σημεία - κλειδιά και τα ανώτερα όργανά της, τα εμπορικά κέντρα, τα χρηματιστήρια, τις εμποροπανηγύρεις. Από την άλλη πλευρά, η `υλική ζωή`, η μη οικονομία, στα βασανιστικά πλαίσια της αυτάρκειας. Η οικονομία αρχίζει στο κατώφλι της ανταλλακτικής αξίας. Επιδίωξα στο δεύτερο τόμο να αναλύσω τα εργαλεία της συναλλαγής στο σύνολό τους, από το στοιχειώδες πάρε - δώσε ως και αυτόν ακόμη τον πιο εκλεπτυσμένο καπιταλισμό. Ξεκινώντας από μια περιγραφή όσο γινόταν πιο προσεκτική και ουδέτερη, προσπάθησα να συλλάβω τις κανονικότητες και τους μηχανισμούς, ένα είδος γενικής οικονομικής ιστορίας (όπως υπάρχει και γενική γεωγραφία) ή αν προτιμάτε μια άλλη γλώσσα, μια τυπολογία ή ένα μοντέλο, ή ακόμη, μια γραμματική ικανή να προσδιορίσει τουλάχιστον την έννοια κάποιων λέξεων - κλειδιών, κάποιων αναντίρρητων αληθειών, χωρίς εντούτοις η εν λόγω γενική ιστορία να είναι απόλυτα ακριβής, χωρίς η τυπολογία που προτείνεται να είναι αναντίρρητη και κυρίως χωρίς να είναι πλήρης, χωρίς το μοντέλο να μπορεί στο ελάχιστο να μαθηματικοποιηθεί και να επαληθευτεί, χωρίς η γραμματική να μας δίνει το κλειδί μιας γλώσσας ή ενός οικονομικού λόγου, με την προϋπόθεση ότι υφίσταται τέτοιος λόγος και ότι παραμένει όσο χρειάζεται αναλλοίωτο μέσα στο χρόνο και στο χώρο. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]