Τα δελτάρια εξορίας και τα γράμματα του Γιάννη Ρίτσου προς την Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου είναι τεκμήρια μιας ακρωτηριασμένης αλληλογραφίας ανάμεσα σε τρεις επιστήθιους φίλους και ομότεχνους σε καιρούς χαλεπούς: επάλληλες εξορίες και δοκιμασίες στα χρόνια του μετεμφυλιακού ζόφου, νέες εκτοπίσεις αργότερα και σκληρές συνθήκες αυτοεξορίας στη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας εμποδίζουν την προσωπική και άμεση επικοινωνία τους. Δεν είναι, βέβαια, οι μόνοι. Έτσι, εντασσόμενο σε ιστορική προοπτική, τούτο το επιστολικό μνημόνιο φιλίας προσεπικυρώνει και εμπλουτίζει τις γνώσεις μας για το ήθος της εξορίας, την εμπειρία των εκτοπισμένων και το καθεστώς ανελευθερίας που τους επιβάλλεται. Ωστόσο, σε επίπεδο λογοτεχνικής κριτικής, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το ύφος του συγγραφέα, αθροίζοντας εμμονές, αγωνίες και αυτοδεσμεύσεις σχετικά με την πορεία της γραφής του, είναι αυστηρά προσωπικό και ενιαίο. Τόσο ο Ρίτσος όσο και ο Αλεξάνδρου (στα ελάχιστα δείγματα του επιστολικού του λόγου που σώζονται) είναι απολύτως αναγνωρίσιμοι, διατηρώντας έκτυπα τα στοιχεία που συνέχουν την ποιητική τους. Από την άποψη αυτή, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τη γενετική διαδικασία ποιημάτων, τη συνεχή επεξεργασία του ρυθμού και του στίχου από έναν εργάτη ασκητικά αφοσιωμένο στην τέχνη του (Ρίτσος), καθώς και τις ωδίνες τοκετού ενός κορυφαίου κειμένου της σύγχρονης πεζογραφίας, του Κιβωτίου (Αλεξάνδρου).
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]