Στο έργο αυτό, ο Αντώνης Μπενάκης, η μεγαλύτερη αδελφή του Αλεξάνδρα, η μικρότερη η Πουλουδιά (δηλ. η ίδια η Πηνελόπη Σ. Δέλτα) και ο Αλέξανδρος, ο νεότερος αδελφός του, είναι χαρακτήρες ζωντανοί, παιδιά μιας οικογένειας Ελλήνων της Αλεξανδρείας, με κάποια οικονομική άνεση, που περνούν ένα ξένοιαστο (στα όρια του δυνατού) καλοκαίρι στην Καστέλα, το 1881. Η θεία Μαριέτα (Μηταράκη) και ο σύζυγός της, ο θείος Ζωρζής, είναι επίσης χαρακτήρες εξίσου ζωντανοί και υπαρκτοί, όπως και η άλλη θεία, η Αργίνη Καλαμποκίδου, μητέρα πολλών παιδιών, ενός σωστού κοπαδιού.
Στις Ενθυμήσεις της η Πηνελόπη Σ. Δέλτα, περιγράφοντας τις σκανταλιές του κατά ένα χρόνο μεγαλύτερου αδελφού της, λέει: Κοντά του σκαντάλευα κι εγώ... και συνεχίζει: και μεταξύ μας, των τριών μεγάλων, έπεφτε ξύλο μπόλικο. Κανένας όμως δε μαρτυρούσε. Ξέραμε από μωρά πως το μαντάτεμα όπως και το ψέμα τιμωρούνταν.
Το μαντάτεμα ήταν `ταπεινό`, `πρόστυχο`, `σιχαμένο`. Το ψέμα ήταν το `αισχρότερο` των αμαρτημάτων. Η λέξη `ψέμα` λερώνει το στόμα, έλεγε ο πατέρας. Και ο Αντώνης κρατούσε ψηλά αυτή τη σημαία, όχι μόνο δεν έλεγε ψέματα ποτέ, αλλά και παλικαρίσια ομολογούσε, εκεί που εμείς τα κορίτσια, τρέμοντας, σωπαίναμε συχνά.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]