Το Βεντερλό, πρώην μοναστήρι του δέκατου τέταρτου αιώνα, διέθετε αρκετά δωμάτια για να στεγάσει πλήθος ερωμένων και εραστών. Οι γονείς μου, τρελοί ο ένας για τον άλλον, αγαπούσαν ποικιλοτρόπως. Θεωρούσαν ατιμωτικό να κυλιούνται στη μοιχεία κρυφά και δίχως υπερηφάνεια. Ζούσαν και οι δυο τους με ανοιχτά χαρτιά, χωρίς ωστόσο να προδίδουν ο ένας τον άλλον. Οι άντρες της μητέρας μου κατασκεύασαν μαζί τα έπιπλα του σπιτιού. Φορούσαν όλοι τους το ίδιο ρολόι, που τους το είχε χαρίσει ο πιο πλούσιος ανάμεσά τους. (. . .) Το δεύτερο σπίτι μας αποτελούσε ιδανικό σκηνικό για τους αισθηματικούς διαλόγους του Σαίξπηρ. Ο `Μανδραγόρας` έμοιαζε με ζαχαροπλαστείο του 1900. Η γιαγιά μου έζησε εκεί δεκαεπτά χρόνια, μαζί με την τελευταία ερωμένη του μακαρίτη συζύγου της. Τα βράδια κοιμόταν με τα παράθυρα ανοιχτά, για την περίπτωση που κάποιος λάγνος διαρρήκτης θα είχε την καλοσύνη να της προσφέρει ξανά νεανική χαρά. (. . .) Οι στενόμυαλες προκαταλήψεις δεν ταίριαζαν στους Ζαρντέν. Κάθε τετριμμένη συμπεριφορά ήταν αποκλεισμένη εκ των προτέρων. Ο παραλογισμός του έρωτα μπορούσε να φτάσει στη μεγαλοπρέπεια μόνο μέσα από υπερβολές, και αυτό προσπαθώ να σας εξιστορήσω. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]