Συνήθως πιστεύεται πως προσεγγίζοντας κριτικά ένα ποιητικό κείμενο έχουμε έναν ενιαίο σκοπό ή ένα σύνολο επιμέρους σκοπών που όλοι αποτελούν οργανικά μέρη ενός μόνο σκοπού. Αυτή η μιας κατεύθυνσης επιχείρηση, που την έχουμε νομιμοποιήσει κάτω από το όνομα «ερμηνεία», αποτελεί μια βασική κριτική αυταπάτη που μέσα από την ιστορία της κριτικής πράξης έχει αναπτυχθεί σε μια προκατάληψη εναντίον του λογοτεχνικού έργου και εις βάρος του αναγνώστη. Αυτό συμβαίνει επειδή η ενότητα ως προς την σκοποθεσία, μεθοδολογία και γενικώς τη λογική που πρέπει να χαρακτηρίζει το κριτικό εγχείρημα αναζητείται τελικώς - και επιβάλλεται - και στο έργο που γίνεται αντικείμενο κριτικής, κάτι που αποτελεί μια μορφή επιβολής πάνω στο έργο ενός σχεδίου που δεν υπάρχει, και που ίσως είναι δυνατό να θεωρηθεί ως ερμηνεία, αλλά δεν είναι κριτική. Για τους λόγους αυτούς ο ερμηνευτής - δηλαδή αυτός που είναι αφοσιωμένος στην ερμηνεία - της λογοτεχνίας θα πρέπει κάθε τόσο να αποτοξινώνεται ερμηνευτικά και να αφήνεται σε ασκήσεις καταστρατήγησης της αρχής της ενότητας του λογοτεχνικού έργου - και όσο πιο ικανός είναι ή νομίζει πώς γίνεται, τόσο πιο συχνά πρέπει να υποβάλλει τον εαυτό του (δηλαδή το έργο του) σε μια τέτοια άσκηση. Καρπό της παραπάνω συνειδητοποίησης αποτελούν τα μελετήματα του τόμου, τα οποία λειτουργούν ως δοκιμές ερμηνευτικής αποτοξίνωσης που κατορθώνουν - ή δεν αποφεύγουν - να καταλήγουν σε ένα ερμηνευτικό συμπέρασμα σχετικά με το έργο μερικών από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της ποιητικής μας παράδοσης.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]