Η έκδοση του ταχριριού του Ρεθύμνου, όπως άλλωστε και κάθε βιβλίου, έχει την ιστορία της. Συνδέεται άμεσα με την επίμοχθη έκδοση των δύο ιεροδικαστικών κωδίκων του Ρεθύμνου (1651-1657), όπως και με το ενδιαφέρον μας για την ιστορία του λαδιού και του κρασιού της Κρήτης -ενδιαφέρον που οδήγησε αναπόδραστα στη μελέτη της απογραφής του νησιού μετά την κατάληψή του από τους Οθωμανούς-, το οποίο ξεκινώντας απ` αυτή την πηγή κατευθύνθηκε σε επόμενες. Το ίδιο συνέβη και με τη μελέτη ζητημάτων πληθυσμιακών μεγεθών. Η αναφορά λοιπόν σε ό,τι κέντριζε το ερευνητικό μας ενδιαφέρον ήταν πάντα η οθωμανική απογραφή της Κρήτης, τα ταχρίρια, τα οποία συντάχθηκαν με τον τερματισμό του Guerra di Candia. Αλλά και όσα τμήματα της απογραφής εξέδωσε ο Ν. Σταυρινίδης από αντίγραφα, που εντόπισε διάσπαρτα στους ιεροδικαστικούς κώδικες του Χάνδακα, πρόσφεραν πολύτιμο υλικό στους ιστορικούς του νησιού. Ο Σ. Σπανάκης το συνδύασε με βενετικές πηγές και το ενέταξε στη μνημειώδη μελέτη του για την ιστορία των οικισμών του νησιού. Δημοσιευμένα αποσπάσματα της απογραφής συνεχίζουν εξάλλου να αποτελούν έως σήμερα πηγή και για τους οθωμανολόγους, γεγονός που καταδεικνύει την ιδιαίτερη αξία της. Τη σημασία της την είχε επισημάνει ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ο Α. Ι. Ανδρουλιδάκης (Ανδρέας Κοπάσης), Γενικός Γραμματέας της Γενικής Διοίκησης Κρήτης πλάι στον Ι. Φωτιάδη. Στη μικρή, άκρως περιεκτική, μελέτη του -ίσως την πρώτη, διεθνώς, στις οθωμανικές σπουδές, για τον τύπο αυτής της πηγής-, την περιγράφει και σχολιάζει τις δυνατότητές της ως ιστορικού ντοκουμέντου.
Την επιλογή να εκδώσουμε την απογραφή του σαντζακιού του Ρεθύμνου μάς την υπέβαλε το γεγονός ότι μ` αυτό τον τρόπο συνεχίζαμε την παράδοση που είχε ήδη δρομολογήσει η έκδοση των δύο πρώτων χρονολογικά ιεροδικαστικών κωδίκων της πρωτεύουσας του σαντζακιού. Εξαρχής είχαμε συμφωνήσει -ομολογημένα υπήρχε και από τις δύο πλευρές η φιλοδοξία- να συμβάλλουμε, δίπλα στην προσπάθεια του ντόπιου Γ. Ζ. Παπιομύτογλου, ώστε να συγκροτηθεί ένα σώμα πηγών για μια άλλη μεγάλη πόλη της Κρήτης. Ο πρωτοπόρος Ν. Σταυρινίδης είχε επικεντρωθεί στον Χάνδακα, αφού το οθωμανικό υλικό που περισώθηκε στο νησί αφορούσε κυρίως την ανατολική Κρήτη. Αλλά και όσοι από το Πανεπιστήμιο Κρήτης ασχολήθηκαν ή ασχολούνται με την έκδοση οθωμανικών πηγών, συνεχίζουν πράγματι ό,τι άφησε πίσω του ο σοφός και χαλκέντερος αυτός ερευνητής. [...]
(από το προλογικό σημείωμα του βιβλίου)