Το μοντάζ σήμερα θεωρείται, ομόφωνα, όχι μόνο ένα από τα πλέον ουσιώδη στοιχεία της `κινηματογραφικής γλώσσας`, αλλά και το πιο ιδιάζον. Ωστόσο, ο κινηματογράφος γεννήθηκε χωρίς αυτό, και σχεδόν το αγνοούσε κατά τη διάρκεια των πρώτων δεκαπέντε χρόνων της ύπαρξής του (εκτός κι αν θεωρήσουμε μοντάζ την απλή τεχνική συγκόλλησης, η οποία συνδέει με ωφέλιμο τρόπο δύο μπομπίνες, δύο `ταμπλό`, ή επιτρέπει την προσθήκη ενός τίτλου, μιας αιμόρσας).
Για την καλύτερη κατανόηση του πλούτου του μοντάζ, είναι συναρπαστικό να αναζητήσουμε εκείνα τα σημάδια που υπήρξαν προάγγελοι στον κινηματογράφο των πρώτων χρόνων, να ακολουθήσουμε τις έντονες στιγμές της εμφάνισής του στο ξετύλιγμα των πρώτων δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα -παράλληλα με την αργή καθιέρωση ενός νέου τρόπου αναπαράστασης-, και, τέλος, να εξετάσουμε το τι απέγινε φτάνοντας στις μέρες μας. Το μοντάζ δεν είναι ένα `φυσικό` μέσο ούτε ο καρπός μιας ξαφνικής αποκάλυψης, αλλά η απόρροια μιας διαλεκτικής εξέλιξης, αέναης και συχνά ρευστής, που έπαιζε ταυτόχρονα με τον αισθητικό πειραματισμό των κινηματογραφιστών και την αργή ωρίμανση του βλέμματος των θεατών. Γιατί το μοντάζ, πρώτα απ` όλα, είναι υπόθεση εκείνου που κοιτάζει.
Η σκέψη του συγγραφέα, στηρίζεται, με μεγάλη ακρίβεια, σε μια πλούσια εικονογραφία που συγκροτείται από σκηνές βασισμένες σε φωτογραφίες των μεγάλων κλασικών έργων του κινηματογράφου, αλλά και σε διάφορα ντοκουμέντα: αναπαραγωγή των μέσων εργασίας των μοντέρ, κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]