Το Κουτί της Πανδώρας ξεκινά με την απελευθέρωση της Λούλου, την οποία κατορθώνουν οι πιστοί ερωτικοί της σκλάβοι με επικεφαλής την κόμισσα Γκέσβιτς, μια λεσβία που την ακολουθεί σαν σκιά της ή σαν το διάβολο. Στο τέλος του έργου η Γκέσβιτς εγκαταλείπει το ρόλο του διαβόλου και παίρνει το ρόλο της μετανοούσας, προκαλεί την κάθαρση μέσω της θυσίας και μεσιτεύει υπέρ του αμαρτωλού.
Το δίπτυχο της Λούλου φανερώνει την απόρριψη του νατουραλισμού, υπέρ ενός εξπρεσιονισμού που καθιστά τα θεατρικά πρόσωπα περισσότερο τύπους παρά ατομικότητες, με περιγράμματα που φτάνουν να γίνονται μη ρεαλιστικά: είναι περισσότερο πρόδρομος του επικού θεάτρου του Μπρεχτ και του υπερρεαλιστικού θεάτρου του παραλόγου, παρά αυθεντικός συνοδοιπόρος του ρεαλισμού. Κατηγορεί τους συγγραφείς της εποχής του ότι λογοτεχνίζουν υπέρμετρα. Αν θέλει κανείς να αναζητήσει το ανθρώπινο στοιχείο πρέπει να βαδίσει προς τις πηγές του ενστίκτου και της βίας. Η αναζήτηση του πρωτόγονου οδηγεί τον Βέντεκιντ στην πριμοδότηση του άχρονου χαρακτήρα της σεξουαλικής ανάγκης. Για να την παραστήσει της δίνει σάρκα και οστά: όπως ο βιβλικός όφις χρησιμοποιεί την Εύα και το καταστροφικό σεξουαλικό της ένστικτο, έτσι και η Λούλου, που δεν υπάρχει παρά ως έναυσμα της σεξουαλικής επιθυμίας, είναι καταστροφική αρχή, δεν είναι ανθρώπινο ον, δε διαθέτει καμιά ατομικότητα. Δεν έχει όνομα στο ληξιαρχείο, υφίσταται μόνο στο βλέμμα των άλλων και μέσω του ονόματος που της δίνουν οι άλλοι. Δεν κάνει συνειδητά το κακό. Δε θέλει να δημιουργεί θύματα. Τα θύματα υποκύπτουν από μόνα τους.
Αν το Πνεύμα της γης είναι ένα είδος μακάβριου χορού των πτωμάτων που έσπειρε η Λούλου, το Κουτί της Πανδώρας παρουσιάζει την αναπόδραστη πτώση της ηρωίδας, που την εξυψώνει σε τραγικό θεατρικό πρόσωπο. Και μόνο αναγκάζοντάς την να πάει ενάντια στη φύση της, οδεύει ολοταχώς προς το χαμό της: η πορνεία, φαινόμενο μια κοινωνικής και όχι φυσικής σεξουαλικότητας, αποτελεί το εντελώς αντίθετο του είναι της και την οδηγεί στην καταστροφή.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]