Η παρούσα μελέτη, με θέμα το ύστερο, μεταπολεμικό κυρίως έργο του Δημήτρη Πικιώνη, αποβλέπει στην άρθρωση μιας πρότασης ερμηνείας του ατομικού αρχιτεκτονικού έργου. Επειδή η αρχιτεκτονική είναι τέχνη που υλικά διαμορφώνει το χώρο και ταυτόχρονα επιχειρεί να διατυπώνει καθολικά νοήματα, η ερμηνεία της πρέπει ταυτόχρονα να κατανοεί τους υλικούς σχηματισμούς μέσα από την αρχιτεκτονική γνώση αλλά και να έχει την οικουμενικότητα μιας κατανόησης που ανταπεξέρχεται το νόημα ανάλογα με την κατανόηση της λογοτεχνίας, της τέχνης ή της φιλοσοφίας. Ήδη στην επισήμανση αυτή προβαίνουμε σε μια μεθοδολογική διερώτηση που θεωρεί ότι η γνώση του επιστημολογικά συγκροτημένου σώματος της αρχιτεκτονικής δεν είναι ικανή από μόνη της να δώσει απαντήσεις στα προβλήματα του νοήματος. Έτσι πρέπει αναγκαστικά να προσφεύγει σε μεταφορές από άλλους επιστημολογικά συγκροτημένους χώρους όπως είναι η γλωσσολογία, η φιλοσοφία, η θεωρία και κριτική της λογοτεχνίας, που έχουν αποδείξει ότι προσφέρονται αποτελεσματικά για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Η αναζήτηση του νοήματος της αρχιτεκτονικής μορφής μέσα από ερμηνευτικές προσεγγίσεις, αποτέλεσε για το επιστημολογικό σώμα της θεωρίας της αρχιτεκτονικής κατά την τελευταία εικοσαετία, το κύριο και πρωταρχικό της πρόβλημα. Κατά τη σύνταξη επομένως μιας μελέτης με εξειδικευμένο ερώτημα, για μια συγκεκριμένη αρχιτεκτονική εκδήλωση, πρέπει κατ` αρχήν να λαμβάνεται υπόψιν και να επεξεργάζεται κατά τη διάρκειά της, το ευρύτερο θεωρητικό περίγραμμα εντός του οποίου αναπότρεπτα θέτει τον εαυτό της. Στο περίγραμμα αυτό οι σημειολογικές κι οι φαινομενολογικές προσεγγίσεις αποτελούν τους δύο ορατούς και πλέον καθορισμένους πόλους.
Στην παρούσα μελέτη θεωρείται δεδομένη η σύνθεση των δύο πόλων στα πρόσφατα σχετικά έργα όλων των σχολών ερμηνευτικής που έχουν γενεαλογική καταγωγή στο έργο του M. Heidegger.
[...] Οδηγηθήκαμε έτσι σε μια συνολική ερμηνευτική προσέγγιση όπου το δεδομένο δεν γίνονταν ποτέ -κατά τη διάρκεια της εργασίας- η υπόθεσή της, αλλά το ίδιο της το αντικείμενο. Υπάρχει πάντοτε βέβαια μια υπόθεση εγγεγραμμένη στην παράδοση της ερμηνευτικής η οποία άλλοτε ενδιατρίβει στο γραπτό, άλλοτε στο ζωγραφικό και άλλοτε -κυρίως δε- στο αρχιτεκτονικό έργο.
Η υπόθεση αυτή επαναδιατυπώνει το κυριότερο ερώτημα που έθετε ο ίδιος ο Πικιώνης για την τέχνη και αφορά την καταγωγή της. Είναι το κατ` εξοχήν μεταφυσικό ερώτημα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απαλείφονται οι πραγματιστικές του συνέπειες. Η προσέγγιση στο ερώτημα είναι διπλή. Από τη μία μεριά η ανάγνωση του έργου του επιχειρεί να επαναλάβει με πιστότητα τον τρόπο που το ίδιο το έργο διατυπώνει το ερώτημα, από την άλλη -ταυτόχρονα- επιχειρείται να διερμηνευθεί η διατύπωση του ερωτήματος υπό το φως της εικόνας που δίνει ολοκληρωμένα και από απόσταση η καλλιτεχνική ζωή του Πικιώνη μέσα στη χρονικότητα. [...] Συνδιαρθρωμένες οι δύο προσεγγίσεις μέσα σε ένα ενιαίο κείμενο δίνουν στο μελετητή το προνόμιο να απολογείται για το νόημα ενός έργου χωρίς όμως να είναι πάντοτε υποχρεωμένος να το κατανοήσει έτσι όπως αυτό θα ήθελε. Και τούτο γιατί η ερμηνεία δεν μπορεί να παριστάνει ότι μιλά μόνο για το ερμηνευόμενο χωρίς ταυτόχρονα να μιλάει με έμφαση για το εαυτόν εγχείρημα που διέπεται από τη δική του χρονικότητα.
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]