`Δέκα λεπτά αργότερα με πρόσωπο κάτασπρο από τρόμο, και μάτια αγριεμένα από θλίψη, ο Λόρδος Άρθουρ Σάβιλ χύμηξε έξω απ` το Μπέντινκτ Χάουζ, παραμερίζοντας βίαια στο δρόμο τον ένα πλήθος από λακέδες ντυμένους με γουναρικά που στέκονταν γύρω από τη φαρδιά ριγωτή τέντα, και φαίνονταν να μην ακούν ούτε να βλέπουν τίποτα. Η νύχτα είχε τσουχτερό κρύο και οι λάμπες γκαζιού γύρω στην πλατεία τρεμόπαιζαν τρεμοσβήνοντας στο σφοδρό άνεμο· όμως τα χέρια του ήσαν καυτά απ` τον πυρετό και το μέτωπο του έκαιγε σαν φωτιά. Όλο και προχωρούσε, σχεδόν με το βάδισμα ενός μεθυσμένου. Ένας αστυφύλακας τον κοίταξε περίεργα καθώς περνούσε κι ένας ζητιάνος, που βγήκε καμπουριάζοντας από μια στοά για ελεημοσύνη, κατατρόμαξε, βλέποντας δυστυχία μεγαλύτερη από τη δική του. Κάποια στιγμή σταμάτησε κάτω από ένα φανάρι, και κοίταξε τα χέρια του. Νόμισε πως θα μπορούσε κιόλας να ανακαλύψει την κηλίδα από αίμα πάνω τους, και μια αδύναμη κραυγή ξέφυγε απ` τα τρεμάμενα χείλια του.
Φόνος! Να τι είχε δει ο χειρομάντης εκεί. Φόνος!`
`Δεν έχω τίποτα να δηλώσω`, είπε κάποτε ο Όσακρ Ουάιλντ σ` έναν Αμερικάνο τελωνοφύλακα, `εκτός από την ευφυΐα μου`. Μια μικρή γεύση της ευφυΐας αυτής δοκιμάζει και ο αναγνώστης που θα διαβάσει αυτή τη νουβέλα.
Το έγκλημα του Λόρδου Άρθουρ Σάβιλ δεν είναι απόλυτα βέβαια μια `σπουδή καθήκοντος`, όπως την παρουσιάζει στον υπότιτλο ο συγγραφέας. Πολύ περισσότερο δεν είναι ένα τυπικό αστυνομικό αφήγημα. Είναι μια παράξενη ιστορία, που περικλείνει μέσα της όλα εκείνα τα ψυχογραφικά, σατυρικά και αναπάντεχα στοιχεία που συγκροτούν τον κόσμο του μεγάλου Ιρλανδού.
Είναι πάνω απ` όλα, ένα περίτεχνα δοσμένο στιγμιότυπο, από τη ζωή ενός Άγγλου αριστοκράτη του περασμένου αιώνα, που συνδυάζει την πλοκή με τη θαυμάσια γλώσσα.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]