[...] Το τοιούτο έργον του Ρώσσου μυθογράφου παρεκινήσαμεν την `Εφημερίδα` να προτιμήση ελπίζοντες, πλην των άλλων, ότι η τοιαύτη προτίμησις δύναται να συντελέση εις την εκρίζωσιν της ικανώς διαδεδομένης παρ` ημίν προλήψεως, καθ` ην τα φιλολογικά έργα πρέπει να διαιρώνται εις τα ευχαριστούντα τους πολλούς και τα δυνάμενα να εκτιμηθώσι παρά των ολίγων. Προ τοιούτου διλήμματος επόμενον ήτο να θεωρηθή επιβαλλομένη υπό του δημοσιογραφικού συμφέροντος η θυσία του ποιου εις το ποσόν. Το αληθές εν τούτοις είνε ότι το κυριώτερον προσόν παντός πράγματι καλού έργου είνε να ευχαριστή εξ ίσου αμφοτέρας τας τάξεις των αναγνωστών. Δύσκολον τω όντι είνε να πιστεύσωμεν είτε τους ολίγους θαυμάζοντας προ πάντων παρά τω Ζολά και τω Δωδέ την ασυναρτησίαν της πλοκής, ή την αποπνίγουσαν ενίοτε το αίσθημα υπερβολικήν επιτέχνησιν του ύφους, είτε τους πολλούς προτιμώντας τον Ονέ και τον Δελπί δια μόνον τον λόγον, ότι η αφόρητος αυτών κοινοτοπία και στομφολογία ανατρέπει τον στόμαχον παντός ικανού να διακρίνη τα ελαττώματα ταύτα. Απόδειξις του εναντίου ακαταμάχητος είνε η ύπαρξις εν πάση φιλολογία έργων δημοτικωτάτων, τα οποία θαυμάζουσιν εν τούτοις οι αυστηρότατοι τεχνοκρίται ως τέλεια πρότυπα ύφους. Ο αριθμός των τοιούτων δεν είνε βεβαίως ικανός να επαρκέση εις τας απαιτήσεις της εν Ευρώπη καταναλώσεως μυθιστορημάτων, εις τους Έλληνας όμως αναγνώστας ουδέ το δέκατον ίσως αυτών παρετέθη ακόμη εν μεταφράσει. Μέχρις ου λοιπόν εξαντληθώσι τα τοιαύτα μέχρι του τελευταίου, πρόωρος και κάπως άδικος φαίνεται ημίν η καταδίκη ημών εις `Δόκτωρ Ραμώ` και `Τερεζίνας`.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]