Πριν από περίπου μια δεκαετία, τα βιβλία του Ζωρζ-Αρτύρ Γκόλντσμπιτ, της Ρουτ Κλύγκερ, του Λούις Μπέγκλευ και του Ίμρε Κέρτες ήρθαν να υποδείξουν νέες γλωσσικές φόρμες στο πεδίο της αντιπαράθεσης με το Ολοκαύτωμα, θέτοντας όχι μόνο σε νέα βάση το ερώτημα περί της επιβίωσης και της μνήμης, αλλά και απευθύνοντάς το στον αναγνώστη. Αν και κατά είκοσι χρόνια παλαιότερο, `Το έβδομο πηγάδι` ανήκει στον ίδιο ακριβώς ιδιαίτερο τύπο βιβλίου.
Πως να γράψει κανείς ιστορίες που στο τέλος καταλήγουν σχεδόν πάντα στον θάνατο, σε φόνους, σε εκτελέσεις, στην πείνα, στους θαλάμους αερίων και στην αγχόνη; Ιστορίες που δεν είναι επινοημένες, και στις οποίες δεν `επιτρέπεται` στον συγγραφέα να επινοήσει το παραμικρό; Πρόκειται επομένως για αντι-ιστορίες, διότι εκείνοι που τις ανέβασαν επί σκηνής είχαν μοναδικό σκοπό να βάλουν τέλος στην Ιστορία, όπως άλλωστε και σε όλες τις ιστορίες. Πως να τα αφηγηθείς χωρίς να καταπλακωθείς από το βάρος τους ή δίχως να ακουστείς αναξιόπιστος και καθησυχαστικός;
Ο Βάντερ ανέδειξε το ζήτημα της αφήγησης, της άρθρωσης του λόγου υπό αυτές τις συνθήκες, σε κατεξοχήν κίνητρο του βιβλίου του. Από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο στοχάζεται πάνω στις προϋποθέσεις της ανθρώπινης γλώσσας, της εξομολόγησης και της συνομιλίας.
Ο συγγραφέας πασχίζει να ανασύρει έστω ορισμένους από τούτη τη στρατιά της ανωνυμίας, στην οποία είχαν καταδικαστεί, να μνημονεύσει τουλάχιστον τα ονόματά τους, να αναστήσει τις φωνές τους, να σκιαγραφήσει τα πρόσωπά τους από μνήμης. Και πράγματι, τα απεικονίζει διαφορετικά το καθένα, όπως ακριβώς είναι: δυνατοί και αδύναμοι, εξεγερμένοι και ηττοπαθείς, θεοσεβούμενοι και άθρησκοι, υπερήφανοι και ατιμασμένοι, νέοι και γέροι, Εβραίοι από την Ευρώπη, μα και Γάλλοι, Ρώσοι, Ουκρανοί... Όλα σμίγουν σε μιαν αδιαχώριστη ενότητα, χάρη στη μόνιμη παρουσία του παντεπόπτη αφηγητή, ο οποίος αφήνει τον αναγνώστη να συμμετάσχει στην τόσο μοναδική και βαθιά προσωπική απόπειρα του συγγραφέα να σταθεί και πάλι αντιμέτωπος με την πιο σκληρή δοκιμασία της ζωής του.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται η δύναμη αυτού του βιβλίου.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]