«Η Κλυταιμνήστρα θα αγαπήσει παράφορα και έως θανάτου τον Αίγισθο, γι` αυτό αρνήθηκε και τη συμμετοχή του στον φόνο, και θα τηρήσει με ευλάβεια τους όρκους πίστης που του έδωσε όταν διαπίστωσε ότι χωρίς αυτόν δεν μπορούσε να ζήσει. Αν αυτό ο Ορέστης το θεώρησε προσβολή της τιμής του πατέρα του και της δικής του, είχε δίκιο σαν γιος, αφού άπειρος ήταν, δεν ήξερε ότι και η αγάπη, όταν τη βλάψεις, σκοτώνει όπως το άγριο μίσος. (. . .) Και αφού έτσι είναι τα γεγονότα, γιατί πρέπει ένοχη να είναι αυτή, για τα έργα του αυτόβουλου είδωλου του νεκρού σώματός της; Θα δικάσουμε τώρα, εμείς οι αθώοι, και τα είδωλα των νεκρών, επειδή τους ίδιους αμελήσαμε ζωντανούς να τους κρίνουμε, με δικαστές που όρκους θα δώσουν στις ψυχές των νεκρών; Ποιος σκέφτηκε να δικάσει ποτέ και το είδωλο της Ελένης! Για την άλλη Ελένη ο πόλεμος έγινε. Για την άλλη Κλυταιμνήστρα έγραψα τούτο το μυθιστόρημα».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]