Ο κόσμος ως συνεκτικός ιστός και τα πράγματα που τον απαρτίζουν δεν είναι περατωμένο έργο. Είναι ανεξάντλητα ανολοκλήρωτος και ανοιχτός. Η φανερή ορατότητα των πραγμάτων είναι δυνατή γιατί αγγίζει μια μυστική ορατότητα μέσα στο σώμα, δομεί μια εσωτερική ηχώ. Δεν ρίχνουμε το βλέμμα μας στον κόσμο παρά ριχνόμαστε στον κόσμο μέσω του βλέμματος σαν να κάνουμε ένα άλμα στο κενό, αποχωριζόμενοι τα αυτονόητα σχήματα της νόησής μας.
Το `βιβλίο του χώματος` αναρωτιέται για τη φύση του πραγματικού και για την επινόηση, για το βλέμμα που σκέφτεται και τις αισθήσεις που ζητούν το ανύπαρκτο. Μέσα του κινούνται δύο πρόσωπα: διαβάζουν το τοπίο σαν κείμενο και ταυτόχρονα το γράφουν παρατηρώντας το και κατοικώντας το, με το σώμα τους, με τη σκέψη, τις αισθήσεις, τη φαντασία και τη μνήμη. Ρωτούν: Γιατί το πραγματικό δεν είναι ποτέ αρκετό; Για να απαντήσουν, ανταλλάσσουν τα βήματα με λέξεις, το βλέμμα με την τύφλωση, το σώμα με το χώμα, την πέτρα με τη φωνή.
Μετατοπίζουν τα δεδομένα, τα συνδυάζουν με απρόσμενους τρόπους, κατασκευάζουν ολοένα νέα είδωλα. Το βλέμμα τους δεν προϋποθέτει την ορατότητα, αλλά την αναζητά και την επινοεί. Αυτού του είδους η αναζήτηση δομείται ως γλώσσα.
Έτσι, στο τέλος, το βιβλίο-τοπίο γεννά έναν μύθο, ο μύθος γεννά έναν ποιητή (κορίτσι αυτή τη φορά) και ο ποιητής ένα βιβλίο μέσα στο βιβλίο.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]