Είναι ευρέως παραδεκτή αντίληψη σήμερα ότι η ψυχαναλυτική έρευνα, και συνεπώς τα θεωρητικά συμπεράσματα και παραδείγματά της, πραγματοποιούνται και αποκτούν αξία μέσα στον κλινικό χώρο. Σε αυτόν που παράγεται από τη συνάντηση του αναλυτή με τον αναλυόμενο, με σκοπό βεβαίως όχι την έρευνα καθ` εαυτήν ή τη διανοητικοποιημένη εργασία, αλλά την επίγνωση και την ψυχική αλλαγή. Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι έρευνα και θεραπεία είναι αλληλένδετα στοιχεία του ψυχαναλυτικού κλινικού πεδίου, και ότι δεν υπάρχει έρευνα ψυχαναλυτική χωρίς αυτή την προϋπόθεση: τη σχέση δηλαδή αναλυτή και αναλυόμενου, την αλληλεπίδραση μεταβίβασης και αντιμεταβίβασης.
Σ` αυτό το κείμενο θα παρουσιάσω το θέμα μου τηρώντας το παραπάνω αξίωμα. Θα αναφερθώ στο μύθο του Νάρκισσου, στη θεωρία του ναρκισσισμού, και ιδιαίτερα στη σχέση του ναρκισσισμού με τις αντικειμενοτρόπες σχέσεις. Από κλινικής απόψεως θα επιμείνω στο θέμα των ναρκισσιστικών αντιστάσεων, που αποτελεί μία ιδιαίτερη κατάσταση στην αναλυτική σχέση. Τα κλινικά παραδείγματα που παραθέτω αποσκοπούν στο να φωτίσουν περισσότερο τα υπό συζήτηση θέματα και να προσδιορίσουν τη σχέση θεωρίας και κλινικής πραγματικότητας. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]