Η ποίηση του Γ. Σεφέρη αποκαθιστά την ωραιότητα της ελληνικής γλώσσας, τέρποντας, σε τρόπο λυδικό, τις συνειδήσεις με την έκφραση των συναισθημάτων και του συγκινησιακού περιεχομένου της εθνικής ψυχής, καθώς και με την απόδοση των μεγάλων νοημάτων του κεκοσμημένου δράματος της ζωής. Έτσι, καθώς η σιωπή του βάθους γίνεται λόγος τραγικός, αναλυόμενος στο φως και την αδυσώπητη σκιά του, το έργο επιστρέφεται στη σκοτεινή πραγματικότητά του, απαγορεύοντας την καταπρόσωπο θέασή του. Ο ποιητής, μη ποιητικός, ανήγαγε την ποίηση σ` ένα μνημείο υψηλής τέχνης και αγάπης, θεμελιωμένης στη βίωση του μυστηριακού αινίγματος ενός κλειστού κόσμου, και στη γνώση της αβύσσου. Η αφή της φωνής του απομονώνει τη φωτεινή στιγμή του εναγκαλισμού της απελπισίας και της χαράς του όντος, του φερομένου εν αφανή μόρω ενώ αποκαλύπτει, ταυτοχρόνως, την ταπεινή πορεία του ανθρώπου στην ευπρέπεια του πεπρωμένου του. Προ των πυλών της τρίτης χιλιετίας, η σκοτεινή κοπέλα της Κίχλης, με το μεταφυσικό της ρίγος, στολίζει ακόμη τα μαλλιά της με τ` αγκάθια του ήλιου, σε μιαν πληρότητα ζωής αιωνίου.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]