ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ Ο ΧΡΥΣΙΚΟΣ ΔΕΝ ΕΛΕΓΕ ΝΑ ΒΓΕΙ ΟΥΤΕ ΓΙΑ ΜΙΑ ανάσα στο μπαλκονάκι του δωματίου του, γιατί έβρισκε αφόρητα κιτσάτο, ιδιαίτερα από εκεί ψηλά, το βουκολικό ειδύλλιο που κάποιος σκηνογράφος της συμφοράς είχε αναπαραστήσει στην αυλή του ξενοδοχείου, συνωστίζοντας παλαιικά εργαλεία και σκεύη που ποτέ δεν είχαν βρεθεί έτσι παραταγμένα το ένα πλάι στο άλλο. Σήμερα, όμως, έβλεπε αυτή την εικόνα με άλλο μάτι. Ετούτη η ακίνητη παρέλαση ταπεινών μνημείων ήταν οι ανοιγμένοι τάφοι της μνήμης του, τα φτωχικά κτερίσματα ανώνυμων πεθαμένων προγόνων, μαζεμένα εκεί για να διηγηθούν την ιστορία τους. Μια ιστορία που ο Χρυσικός την ήξερε και την απόδιωχνε ώς τώρα, γιατί μισούσε τη στατικότπτά της, τη μοιρολατρικότητά της, τη χωμάτινη γεύση της, τη ζωώδη βία της, με τους δράστες και τα θύματα να υπακούουν χωρίς αντίσταση σε κάτι που το έβλεπαν σαν φυσική νομοτέλεια. Αλλά σήμερα ήταν έτοιμος να την αφουγκραστεί προσεκτικά αυτή την ιστορία, βέβαιος πως κάτι σημαντικό τού είχε διαφύγει, όπως όταν κάποιος ανακαλύπτει στο βάθος ενός κουτιού μια παλιά καρτ ποστάλ από μια ξεχασμένη γνωριμία και αρχίζει να θυμάται με συγκίνηση λεπτομέρειές της που τώρα του φαίνονται γεμάτες νόημα, γεμάτες οιωνούς για την κατοπινή ζωή του.
`Καθ` υποτροπήν και κατά συρροήν` Βαλκάνιοι, σε δύο εποχές που τις χωρίζουν εκατό χρόνια, προσπαθούν να ξεφύγουν από τη μοίρα τους πουλώντας καθένας τη δική του ιστορία σε μια στυφή Ευρώπη, σημαδεμένη ήδη από τα συμπτώματα της αποσύνθεσης. Ένας πόλεμος που από εχθρούς κάνει φίλους κι ένας διαγωνισμός που από φίλους κάνει εχθρούς. Ένας ματωμένος γάμος στη Μακεδονία του χθες κι ένας ανορθόδοξος έρωτας στη Μακεδονία του σήμερα. Η δραματική επιστροφή ενός Έλληνα από το ευρωπαϊκό κλαμπ στη βαλκανική παράγκα.
Ένα μυθιστόρημα που, μεταξύ ειρωνείας και σπαραγμού, μιλάει για τη δική μας γειτονιά του κόσμου και αποδείχτηκε προφητικό γι` αυτό που ζούμε σήμερα στην Ελλάδα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]