Για τη δολοφονία του Τζωρτζ Πολκ έχουν εκδοθεί κατά καιρούς αρκετά βιβλία. Όλα αποτελούν αξιόλογες μαρτυρίες. Δηλαδή πηγές από τις οποίες μπορεί να αντλήσει ο ιστορικός περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστες πληροφορίες για μια συνολική ανάπλαση της ψυχολογίας και των συνθηκών μιας εποχής τραγικής για τη μεταπολεμική Ελλάδα. Δεν υποδύομαι ρόλο ιστορικού. Αυτό το βιβλίο είναι άλλη μία δημοσιογραφική μαρτυρία, υποκείμενη μαζί με άλλες σε ιστορικό έλεγχο. Η ίδια η Δικαιοσύνη, άλλωστε, παρά το τελευταίο απορριπτικό 3-2 του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, χρειάζεται άλλη μία θετική ψήφο για να εξοφλήσει το χρέος της. Θεωρώ ανθρώπινο το ότι εξακολούθησε να διστάζει. Και ας μου επιτραπεί να το αποδίδω στο ότι οι δικαστικοί του πρώτου βαθμού, που τότε χειρίσθηκαν την τακτική ανάκριση, έφθασαν κάποτε σε ανώτατα αξιώματα σταδιοδρομώντας παράλληλα, όπως ήταν φυσικό, με άλλους συναδέλφους τους. Και ναι μεν οφείλουμε όλοι να αναγνωρίσουμε ότι, καθώς αποκαλύπτουν τα δημοσιευόμενα αμερικανικά έγγραφα, τελούσαν στην υπόθεση αυτή υπό αφόρητη πίεση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, αλλά είχα και την ατυχία να διαπιστώσω αργότερα για άλλη μία φορά ότι όποιος δέχεται σε κάποια φάση την υποταγή, μπορεί και στο μέλλον να υποκύψει (ή να προσαρμοσθεί αυτοβούλως). Στον δημοσιογράφο Γρηγόρη Στακτόπουλο η Ελληνική Δικαιοσύνη οφείλει πάντα, ύστερα και από τον πικρό του θάνατο, αναγνώριση του ισόβιου μαρτυρίου του ως ηθική αποκατάσταση. Το οφείλει, άλλωστε, και στον εαυτό της, όπως έδειξε το σχετικά πρόσφατο 3-2. Αλλά και το ίδιο το Δικαστήριο που εδίκασε τότε την υπόθεση, με από της έδρας προεξάρχοντα τον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης Παναγιώτη Κωνσταντινίδη, έχει αναγνωρίσει το χρέος αυτό με τη δήλωση: «Η υπόθεση δεν έκλεισε». Και με τη διαβεβαίωση ότι «θα συνεχισθούν οι ανακρίσεις». Οι οποίες δεν συνεχίσθηκαν. Όχι βέβαια από υπαιτιότητα του Στακτόπουλου. Αλλά εκείνων που ήθελαν όπως-όπως να «κλείσει».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]