`Μικρό παιδί ακόμα, μολύνθηκα από το μικρόβιο του πάθους για την περιπλάνηση. Μα, σάμπως είναι ν` απορεί κανείς; Την ώρα που η μητέρα μου αργοπέθαινε στο διπλανό δωμάτιο, ο πατέρας μου με κρατούσε απασχολημένο με βιβλία κι αφηγήσεις. Θυμάμαι τις Χίλιες και Μία Νύχτες και τον Κιμ, εικονογραφήσεις βιβλίων με έρημους και πυραμίδες, τις φωτογραφίες του πατέρα μου που εικόνιζαν αρχαία ελληνικά ερείπια και ευρωπαϊκές πόλεις στο τέλος του αιώνα. Θυμάμαι ιστορίες για τον Ατατούρκ και την ελληνική μυθολογία, τον Λόρενς της Αραβίας και χάρτες, πανιού χάρτες. Θυμάμαι ακόμα βιβλία με λόγια ανθρώπων, χαμένων από καιρό, να περιγράφουν ένα ποτάμι που ανακάλυψαν ή μια ήπειρο που διέσχισαν. Όλα εκείνα πρόσφεραν τροφή στη φαντασία μου. Ο πατέρας μου με εφοδίασε με ένα μαγικό χαλί που με ταξίδευε μακριά από τη θλίψη που ενέδρευε πίσω απ` τους τοίχους του στενόχωρου διαμερίσματος μας στο Σικάγο, και με αυτό τον τρόπο πέρασα πάμπολλες νύχτες κάνοντας όνειρα για έρημους, για τον Λόρενς, για την Ινδία ή το Πακιστάν ή το Παρίσι. Ονειρευόμουν κι ένιωθα λαχτάρα για τον κόσμο. Ήθελα να γνωρίζω, να δω και να γευτώ. Έπειτα από εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα, αυτή η λαχτάρα παραμένει ακόρεστη`.
Βιβλίο ταξιδιωτικών εντυπώσεων; Ή μικρά αφηγήματα όπου το ταξίδι είναι απλώς η αφορμή για σκέψεις που αφορούν τη ζωή, τις ανθρώπινες σχέσεις, τη μοναξιά του ταξιδιώτη; Όπως και να είναι, το βιβλίο αυτού του Ταξιδιώτη που αισθάνεται παντού εξόριστος, είναι από μόνο του ένα γοητευτικό ταξίδι που διαβάζεται απνευστί.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]