Ο Ιάσων, παρά τη φαινομενική ακινησία, παρά τη ρουτίνα που σκέπαζε σαν προστατευτική κουβέρτα τις προθέσεις του και τους στόχους του Γραφείου Ενημέρωσης, ήταν εν γνώσει του γεγονότος ότι είχε μια καρέκλα στην οποία καθόταν, αλλά πάνω σ` αυτή την καρέκλα, μέσα σε τούτο το γραφείο, ένιωθε ότι βρισκόταν σε άλλο πλανήτη, ότι ένα αστρικό φως φώτιζε τα πάντα, ότι ο ίδιος ήταν απρόσωπος και πάνω απ` αυτή την καρέκλα παρατηρούσε και θεωρούσε τα πάντα που συνέβαιναν γύρω του, ως εν τη απουσία του. Δεν μπορούσε να γίνει ο ίδιος κριτής των πράξεών του, ανακάλυπτε ότι ήταν καθισμένος σε τούτη την καρέκλα και ότι η καρέκλα ήταν στη μέση μιας λίμνης από χαρτιά, έγγραφα, δημοσιεύματα, μηνύματα, αιτήματα, επιστολές, σημειώσεις, τηλεγραφήματα, εκθέσεις και σε έναν πολτό από λόγια, λόγια, λόγια, πολλά λόγια, που έκαναν τη λίμνη να φουσκώνει και να κλυδωνίζει την καρέκλα του – όταν δε γινόταν η λίμνη βάλτος με βρώμικα νερά. Ήταν εν γνώσει του γεγονότος ότι υπηρετούσε μια τερατώδη οργάνωση που λεγόταν Κυβέρνηση, ένα τεράστιο σύμπλεγμα από ανθρώπους-υπαλλήλους και μηχανισμούς που τον αποξένωναν, τον αποσυντόνιζαν, τον αποστασιοποιούσαν, τον αποπροσανατόλιζαν απ` τους αρχικούς του στόχους που τους έχανε. Ο δικός του κόσμος δεν ήταν εκεί, στο κτήριο της Πρεσβείας, ούτε στην Οτακουέ, αλλά ούτε και στο Σαν Χουάν Καπιστράνο.