Η έκδοση των ποιημάτων του Γιώργη Μανουσάκη ήταν για μένα ένα καθήκον προς την ελληνική λογοτεχνία και το αναγνωστικό κοινό της, που εδράζεται όχι μόνο στην αυτονόητη ευθύνη μου να διασωθεί η συμβολή στον πολιτισμό ενός εργάτη του πνεύματος, αλλά και στην ίδια την εκφρασμένη πρόθεση του μοναχικού ποιητή να στέλνει, με τα ποιήματά του, `μηνύματα και, αν τυχόν κάποιος τα βρει και τα διαβάσει, [να] δημιουργείται ανάμεσα` σε κείνον και στους αναγνώστες `μια αόρατη γέφυρα`, που `ενώνει τις μοναξιές μας`.
Συγχρόνως ήταν μυστική υπόσχεση και χρέος μου προς τον ποιητή. Δεν θα άφηνα να επαληθευτεί ο φόβος του ότι η απουσία του από τη ζωή θα οδηγήσει στη λήθη `κι ό,τι έχει γράψει`.
Ο φόβος του αυτός δεν ήταν στιγμιαίος και θα μπορούσε να είχε αποβεί σοβαρό αντικίνητρο για να συνεχίζει να γράφει· `συχνά σκέπτομαι πως το γράψιμο είναι μια ματαιοπονία κι ίσως θα `τανε καλύτερα να σταματήσω να γράφω` είχε εκμυστηρευτεί κάποτε σε συνάδελφό του.
Δεν το έκανε, ευτυχώς· γιατί τελικά το γράψιμο ήταν για κείνον ψυχική λύτρωση, μια διέξοδος από τους φόβους του και `μια δημόσια εξομολόγηση `εκ βαθέων` σαν εκείνες των ντοστογεφσκικών ηρώων`. Ήταν όμως κυρίως λόγος ύπαρξης γιατί, όπως είχε πει σε συνέντευξη τρεις μήνες πριν αφήσει τούτον τον κόσμο, `γράφοντας κανείς αισθάνεται ότι υπάρχει κατά κάποιο τρόπο. Βγάζει τον εσωτερικό εαυτό του, τίθεται αντιμέτωπος με τον ίδιο τον εαυτό του, και ερευνά μέσα από τη γραφή του προβλήματα σύγχρονα αλλά και προβλήματα προσωπικά`.
Η προθυμία των περιοδικών να δημοσιεύουν και μετά την εκδημία του ποιήματα από το αρχείο του, καθώς και η διάθεση του κ. Σάμη Γαβριηλίδη να εκδώσει το σύνολο των ποιημάτων του διαψεύδουν όσα έγραφε το 1976 στο ποίημα `[Αν φύτεψα]`, ότι θα αφήσει πίσω του `μερικά συντρίμμια στίχων/που ο άνεμος του χρόνου θα σαρώσει`. Διαψεύδεται επίσης και η απαισιόδοξη εκτίμησή του ότι `αν τώρα που βρίσκομαι στη ζωή τα ποιήματά μου τα προσέχουνε τόσο λίγοι, φαντάζομαι τι θα γίνει όταν κλείσω τα μάτια`.
Και να, τώρα που εκείνος έκλεισε τα μάτια, οι αναγνώστες ανοίγουμε ένα καινούργιο βιβλίο με ποιήματά του.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]