Εκείνη την καλοκαιρινή μέρα του 1937, ο νεαρός κομισάριος Μπορίς Μπίμπικοφ αποχαιρέτησε τη γυναίκα και τις κόρες του και μπήκε στο μαύρο υπηρεσιακό αυτοκίνητο που τον περίμενε έξω από το σπίτι. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδε η οικογένειά του. Ο ανερχόμενος κομματικός αξιωματούχος συνελήφθη από τη μυστική αστυνομία του Στάλιν και εκτελέστηκε για μια σειρά από εγκλήματα εναντίον της Επανάστασης. Η γυναίκα του Μάρφα κατέληξε σε γκουλάγκ ως `εχθρός του λαού`, αφήνοντας πίσω της τη Λένινα και τη Λουντμίλα, τα νέα `ορφανά` θύματα των εκκαθαρίσεων του Στάλιν.
Τα δύο κορίτσια βιώνουν πρόωρα τη σκληρή όψη της πραγματικότητας. Παγιδεύονται στη δίνη του Β` Παγκοσμίου Πολέμου, χωρίζονται και περιπλανιόνται στα βάθη των στεπών, για να ξανασμίξουν τυχαία, έπειτα από καιρό, σε ένα απομακρυσμένο ορφανοτροφείο. Η Λουντμίλα δε χάνει στιγμή το θάρρος της. Ακόμα και όταν, στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου, βλέπει τον αγαπημένο της Μέρβιν Μάθιους να απελαύνεται έπειτα από ένα επικίνδυνο `παιχνίδι` με τα σκιάχτρα της KGB, εκείνη επιμένει, επαναλαμβάνοντας σε κάθε δύσκολη στιγμή τη φράση που τη γεμίζει δύναμη: `Δεν έχουμε το δικαίωμα να είμαστε αδύναμοι. Η ζωή θα μας συντρίψει και κανένας δε θ` ακούσει τις φωνές μας`. Χρόνια αργότερα, ο Όουεν Μάθιους, γιος της Λουντμίλα και του Μέρβιν, αναζητά τις ρίζες της οικογένειάς του. Ένας χοντρός φάκελος θαμμένος στο υπόγειο του πρώην αρχηγείου της KGB στην Ουκρανία με την επιγραφή `Μπορίς Λβόβιτς Μπίμπικοφ` και οι κρυμμένες σε ένα μπαούλο ερωτικές επιστολές που αντάλλασαν οι γονείς του σχεδόν καθημερινά, επί έξι χρόνια, θα τον βοηθήσουν να ενώσει τα θραύσματα της οικογενειακής ιστορίας του, αλλά και να σκιαγραφήσει το πορτρέτο της ίδιας της Ρωσίας, από την άνοδο του κομμουνισμού ως τις μέρες μας.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]