Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, έχει απασχολήσει σε μεγάλο βαθμό τους ερευνητές το θέμα της σχολικής βίας. Οι έρευνες που έχουν γίνει πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα επικεντρώνονται στη διερεύνηση της έκτασης, της συχνότητας και των μορφών σχολικής βίας και εκφοβισμού στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το κύριο χαρακτηριστικό των ερευνών αυτών είναι η διερεύνηση του όρου `σχολική βία` που δε σχετίζεται μόνο με την εγκληματική βία, αλλά και με άλλες μορφές μη ανεκτής και επιτρεπτής συμπεριφοράς από ανήλικους μαθητές σε συμμαθητές τους, όπως ο εκφοβισμός (bullying) ή η θυματοποίηση (victimization).
Σύμφωνα με τον Olweus ο εκφοβισμός μπορεί να οριστεί με τον ακόλουθο τρόπο: `ένας μαθητής γίνεται αντικείμενο εκφοβισμού ή θυματοποιείται όταν υποβάλλεται, κατ` επανάληψη και κατ` εξακολούθηση, σε αρνητικές ενέργειες από έναν ή περισσότερους άλλους μαθητές`. Η αρνητική ενέργεια μπορεί να είναι λεκτική (πειράγματα, απειλές, ειρωνείες κ.ά.), σωματική (χτυπήματα, σπρώξιμο, κ.ά.), όπως και ψυχολογική (συκοφάντηση, αποκλεισμός από ομάδα, απομόνωση κ.ά).
Για να υφίσταται εκφοβισμός πρέπει να υπάρχει διαφορά δύναμης, με την έννοια ότι ο μαθητής, ο οποίος εκτίθεται στις αρνητικές ενέργειες, δυσκολεύεται να αμυνθεί και είναι αβοήθητος έναντι εκείνου που τον παρενοχλεί. Αντίθετα, ο εκφοβισμός δεν υφίσταται όταν παλεύουν ή φιλονικούν δυο μαθητές περίπου της ίδιας σωματικής ή ψυχολογικής δύναμης.
Η θυματοποίηση ή η ταπείνωση του άλλου αποτελούν μερικές φορές τα μέσα που έχουν οι μαθητές για να αναπληρώσουν την αυτοεκτίμησή τους και να αποκτήσουν κύρος μεταξύ των συνομηλίκων.
Ο Olweus με τις έρευνές του ευαισθητοποίησε τη σχολική κοινότητα και τις κοινωνίες διεθνώς, τονίζοντας ότι ο πιο αποτελεσματικός παράγοντας αποτροπής της θυματοποίησης είναι ο ενήλικας. Η παρέμβαση μπορεί να εξασφαλίσει εποικοδομητικά αποτελέσματα, αν ο εκπαιδευτικός σταθεί απέναντι στα παιδιά ως ενήλικας, με ικανότητες και εμπειρία στην αντιμετώπιση συγκρούσεων, και είναι σε θέση: 1. Να διακρίνει πότε τα εμπλεκόμενα άτομα μπορούν να χειριστούν μόνα τους μια σύγκρουση και πότε υπάρχει πραγματικό πρόβλημα για το οποίο απαιτείται η παρέμβασή του. 2. Να χρησιμοποιεί τις κατάλληλες στρατηγικές παρέμβασης με στόχο την αντιμετώπιση, καθώς και τις αρχές επίλυσης της σύγκρουσης: το σεβασμό, την ανοχή, την κατανόηση των διαφορών.
Ένα σχολείο για να είναι αποτελεσματικό, το οποίο άλλωστε αποτελεί και το ζητούμενο, κατά τον Fontana, θα πρέπει: α) να προσφέρει στους μαθητές του μια ανάπαυλα από τις βλαβερές επιδράσεις της γειτονιάς ή του σπιτιού, β) να συντελεί στην ανάπτυξη σχέσεων με δασκάλους και συνομηλίκους που δρουν θεραπευτικά και υποστηρικτικά και γ) να δημιουργεί ευκαιρίες ανάπτυξης νέων πλευρών του εαυτού τους μέσα σε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον.
Για την αντιμετώπιση της σχολικής βίας καθοριστικές θεωρούνται και οι καλές σχέσεις συνεργασίας κι εμπιστοσύνης σχολείου και οικογένειας. Ως εκ τούτου, η συνεχής και ουσιαστική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και η συστηματική και σωστή ενημέρωση των γονέων για το συγκεκριμένο θέμα προβάλλουν ως πρώτη προτεραιότητα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]