...Μέσα από επάλληλους κύκλους και διαδοχικές μεταμορφώσεις ο Αλεξάκης σχηματοποιεί την ουσία του επαναφέροντας από συλλογή σε συλλογή περσόνες - οχήματα που μεταφέρουν όχι μόνο αποκόμματα της μορφής του, αλλά και φραγμέντα ονειρικών και ταυτόχρονα εφιαλτικών εικόνων, ανάμεσα στα οποία μετεωρίζει τη σκηνική δραματουργία του.
Η πάντοτε Μαρία, η γριά και το σπίτι, το κορίτσι κι ο δάσκαλος, η μητέρα, τόσες και τόσες άυλες παρουσίες που τον πήραν φεύγοντας μαζί τους, δεν απηχούν παρά το κρύφιο σχέδιό του· επαναφέροντάς τες σε τακτά χρονικά διαστήματα, στην πραγματικότητα τον εαυτό του ευελπιστεί να επαναφέρει σ` αυτό το ιδιότυπο παρόν, όπου χρονικές και τοπικές αλληλουχίες προβάλλουν στην οθόνη του ιδιωτικού σύμπαντος την δράση του μέσα κόσμου ή -σε μια πιο αισιόδοξη εκδοχή- την εμφάνιση του καθαρού, του πρώτου δικού του βλέμματος.
Έτσι λοιπόν η παρουσία όλων αυτών των ποικίλων νεκρών που με άνεση περιφέρονται από στίχο σε στίχο, από ποίημα σε ποίημα, αναλαμβάνοντας κάποτε το συν της συν-γραφής των ποιητικών συλλογών του, δεν υπαινίσσεται απλά μια πράξη συμφιλίωσης ή έστω την απόδοση μιας οφειλής ούτε καν την ομολογία μιας ανεπάρκειας ανάλογης μ` εκείνην που δήλωνε ο Σεφέρης στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Β`:
`...γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς / για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω`. (...)
Ο συνωστισμός τόσων νεκρών και ο συγχρωτισμός τους με τους ζωντανούς, σε σημείο μάλιστα συχνής ανταλλαγής ρόλων και ταυτοτήτων, δεν είναι παρά η ανάγκη του ποιητή να αποσπάσει από το κάθε προσωπείο συγκεκριμένα κομμάτια.
Μια ιδιόμορφη συρραπτική του Προσώπου με υλικά παρελθόντος, προκειμένου να αποκτήσει αυτό που τόσο στερείται, τη μνήμη δηλαδή της παρούσης φυσιογνωμίας του.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]