Χρονολογώ την αρχή της συνομιλίας μου με τα λογοτεχνικά κείμενα στο παιδικό εκείνο καλοκαίρι όταν κάποιο μεσημέρι, παρακούοντας την προσταγή να κοιμηθώ, πήρα κρυφά από το ράφι τον Όλιβερ Τουίστ και στο απαλό μισόφωτο που έμπαινε από τις κλειστές γρίλιες, παραδόθηκα στην απαγορευμένη ανάγνωση. Από τη στιγμή εκείνη, η Λογοτεχνία είχε γίνει για μένα μια ριψοκίνδυνη δίοδος φυγής από την επανάληψη και το πρέπει.
Σε τελευταία ανάλυση, σκέφτομαι πως ίσως η κριτική της Λογοτεχνίας να μην είναι τίποτ` άλλο από την επιθυμία ν` αναπαραχθεί αυτή η πρώτη, ριψοκίνδυνη συνομιλία, αυτή η εκστατική συνάντηση για τον καθρέφτη που περιμένει την ερώτησή μας να μιλήσει Μέσα στη σκιερή κρυψώνα του κειμένου, ίσως ξαναβιώνουμε τη γλώσσα όπως τη λάσπη μέσα στα παιδικά μας δάχτυλα, κι ας ξορκίζουμε μετά τις τύψεις μας μετατρέποντας την απόλαυση σε καθήκον.
Με τα κείμενα αυτού του τόμου, όπως και με τόσα άλλα που αποτέλεσαν για μένα αντικείμενο μελέτης, έζησα ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια. Τα μάτια μου, ακούραστοι πεζοπόροι, διέσχισαν πάμπολλες φορές τα γραμμικά μονοπάτια των σελίδων τους, άγνωρα και απάτητα στην αρχή, σκαμμένα και σημαδεμένα ύστερα από τις αλλεπάλληλες υπογραμμίσεις μου. Σημεία, που άλλο δεν δήλωναν παρά τη φλογερή συνομιλία που διαδραματιζόταν μέσα στο χρόνο ανάμεσα σ` εμένα και σ` εκείνα στη σκηνή μιας αμοιβαίας, εύγλωττης, βαθιάς και συνωμοτικής σιωπής που πάντα αντιμάχεται το θανατερό ίδιο.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]