Με το `Συμπόσιο` του Πλάτωνα, ο αναγνώστης έρχεται σ` επαφή με ένα κορυφαίο έργο, διαμέσου του οποίο κληροδοτήθηκε στο σύγχρονο κόσμο η αξεπέραστη Ιδέα του Κάλλους. `Έρωτας είναι η αγάπη για το ωραίο` αποφαίνεται ο Σωκράτης όταν έρχεται η σειρά του να εγκωμιάσει τον Έρωτα. Το `Συμπόσιο` ή `Περί Έρωτος` γράφτηκε περίπου το 385 π.Χ., σε μια περίοδο που η Αθηναϊκή Πολιτεία βρίσκεται σε παρακμή, εξαντλημένη από τους μακροχρόνιους πολέμους. Την ίδια περίπου εποχή χρονολογούνται, μεταξύ άλλων, η `Πολιτεία` και ο `Φαίδρος`. Ο τρέχων χρόνος της διήγησης τοποθετείται στο 416 π.Χ., χρονιά που ο τραγικός ποιητής Αγάθων, με το πρώτο του έργο, κερδίζει στους τραγικούς αγώνες στα Λήναια. Ωστόσο, η διήγηση των γεγονότων εκείνης της βραδιάς γίνεται πολύ αργότερα, το 400 π.Χ., σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, ο οποίος άκουσε τη διήγηση από τον Αριστόδημο, που ήταν παρών στο συμπόσιο. Στο συμπόσιο παρευρίσκονται μεταξύ άλλων και ο Σωκράτης με το μαθητή του Αριστόδημο, ο γνωστός κωμωδιογράφος Αριστοφάνης, ο γιατρός Ευρυξίμαχος, ο Φαίδρος, ο εραστής του Αγάθωνα Παυσανίας κι ο ατίθασος Αλκιβιάδης. Αφού μαζεύτηκαν, αποφάσισαν να μην πιουν του σκασμού, αλλά να θέσουν ένα θέμα προς συζήτηση και να μιλήσει γι` αυτό ο καθένας με τη σειρά του: πράγμα που τηρήθηκε ως την άφιξη του μεθυσμένου Αλκιβιάδη. Το θέμα που επελέγη ήταν η ανάπτυξη των περί έρωτος απόψεων των συνδαιτυμόνων. Η συζήτηση αυτή διεσώθη ως τις μέρες μας μέσα από το φιλοσοφικό φινίρισμα του Πλάτωνα και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του ανθρώπινου πολιτισμού.
Πρόκειται για ένα έργο τολμηρό, με έντονους, ευφυείς και περιπαικτικούς διαλόγους, ανάμεσα σε άνδρες υψηλής παιδείας, κατά την ανάγνωση του οποίου η σύγχρονη χριστιανική αγωγή δοκιμάζεται σκληρά. Ωστόσο, το έργο διασώθηκε πιθανότατα από την καταστροφή κυρίως γιατί οι περί έρωτος απόψεις διά στόματος της Διοτίμας αποτελούν τη θεμελιώδη ομολογία της διδασκαλίας των Ιδεών που θέλει την Ιδέα της Ωραιότητας να απέχει μακράν από τα ωραία πράγματα και τα ωραία σώματα. Τα ωραία πράγματα λοιπόν θεωρούνται απομιμήσεις του ιδεατού κάλλους.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]