`Αυτός ο πανικός μη χαθούν τα ίχνη μου συνοδεύτηκε από μια μανία να κρατώ και να ταξινομώ. Φύλαγα τα πάντα: τις επιστολές με τους φακέλους τους, τα αποκόμματα από τα εισιτήρια του κινηματογράφου, τα αεροπορικά εισιτήρια, τις αποδείξεις, τα στελέχη των μπλοκ επιταγών, τα διαφημιστικά, τα ταχυδρομικά ειδοποιητήρια, τους καταλόγους, τις προσκλήσεις, τα περιοδικά, τους ληγμένους μαρκαδόρους, τους άδειους αναπτήρες, μέχρι και τις αποδείξεις του γκαζιού και του ηλεκτρικού για ένα διαμέρισμα όπου δεν έμενα πια εδώ και έξι χρόνια, και ενίοτε περνούσα όλη τη μέρα να ξεδιαλέγω και να ξεδιαλέγω, φανταζόμενος μια ταξινόμηση που θα κάλυπτε κάθε χρόνο, κάθε μήνα, κάθε μέρα της ζωής μου`.
Παρά τα δύο έγκυρα λογοτεχνικά βραβεία που τίμησαν το έργο του, ο Περέκ, ενόσω ζούσε, παρέμεινε ένας μάλλον περιθωριακός συγγραφέας, στα όρια της εκκεντρικότητας. Σήμερα, καθιερωμένος και πολυμεταφρασμένος, εκτιμάται ως μείζων εκπρόσωπος της σύγχρονης γαλλικής αυτοβιογραφικής γραφής, στην οποία έδωσε νέα ώθηση και προοπτική, δίχως να παραγνωρίζεται η συμβολή του στην αυστηρή παράδοση των τεχνοπαιγνίων του Oulipo. Η επινόηση του νέου και η ανάμνηση του παλαιού είναι οι δύο πόλοι μεταξύ των οποίων κινείται και τους οποίους συνεχώς συνδυάζει ο Περέκ στα κείμενά του. Επιχειρώντας απεγνωσμένα να ολοκληρώσει το πάζλ της προσωπικής του ζωής, από το οποίο λείπουν βασικά κομμάτια (πατέρας, μητέρα, οικείοι, παιδικές μνήμες), διατάσσει και αναδιατάσσει αδιαλείπτως, ταξινομώντας επίμονα και ευρηματικά γνώσεις, εμπειρίες, ενθυμήσεις, αναγνώσματα, προγράμματα, ευφρόσυνες και τραυματικές στιγμές. Ο αναγνώστης της `Σκέψης / Ταξινόμησης` έχει την ευκαιρία να εισέλθει στον δαιδαλώδη μικρόκοσμο του πολυμήχανου αυτού συγγραφέα, όπου κυριαρχεί ένα είδος εύτακτης αταξίας.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]