Σκαπτή ύλη είχε ονομαστεί στην αρχαιότητα η χρυσοφόρα φλέβα του Παγγαίου. Σκαπτή ύλη είναι, στην περίπτωση που μελετούμε, μεταφορικά και η ύλη που ανορύσσει από τα δικά του μεταλλεία ο Σολωμός. Και σκαπτή πρέπει να είναι και η σπουδή αυτού του έργου: μια ανασκαφή του κριτικού μελετητή πάνω στα ίχνη της πρωταρχικής ανασκαφής του ποιητή. Τέτοια είναι, για τα κείμενα της ωριμότητάς του, η διαδικασία της παραγωγής του, και η σωστή τους αποτίμηση. Είναι ό,τι καμινεύεται από τον ποιητή και αναμοχλεύεται από τον ερευνητή στα Αυτόγραφα. Όχι μόνον ό,τι λαγαρίζει και ως ύλη καθαράς προσόδου εκταμιεύεται από αυτά: όχι, δηλαδή, τα ψήγματα που είναι οι μεμονωμένο στίχοι, ούτε και τα δράγματα χρυσού που είναι τα ανολοκλήρωτα επεισόδια ενός δυνάμει όλου. Αυτά είναι η τελική απόσταξη και η μόνη κατανοητή απόλαυση ενός ερασιτέχνη. Αλλά είναι ακατανόητος ο περιορισμός του ενδιαφέροντος σε αυτά του προβληματισμένου αναγνώστη. Η ποιητικότητα για αυτόν τον τελευταίον έγκειται εκεί: στα σημεία αιχμής, όπου ανάμεσα από δύο επίπεδα πολιτισμού και δύο γλώσσες συντελείται η ένωση του ελληνικού κειμένου με τα ξένα περικείμενα. Από αυτή την «ένωση» - η λέξη με την έννοια της Φυσικής - θα πρέπει να αφορμάται και ο κριτικός σε όλες του τις λειτουργίες και ιδιότητες: ως ερευνητής, μελετητής και ερμηνευτής του φαινομένου και του έργου. Και ακόμη ως εισηγητής ιδεών και χρήσιμου υλικού, για οποιαδήποτε μελλοντική «έκδοση» των Ελευθέρων Πολιορκημένων.
Η έννοια της πρόσμειξης - τυπικά, θα λέγαμε, της διγλωσσίας - και η προσπάθεια μετάγγισης, από τη στιγμή που και οι δύο γραφές συμπαρατίθενται, του νοήματος και του αισθήματος από τη μια γλώσσα στην άλλη, ήταν η ισόβια λειτουργία και η πρακτική γραφής του Σολωμού. Στην περίπτωση του Σολωμού, η υπέρβαση της διγλωσσίας, πρώτα μέσα από τη δύσκολη καμίνευση της ένωσης, του έγινε στο τέλος η οργανική «αδυναμία» και η μοίρα του. Του έγινε ακουσίως η ποιητική του.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]