[...] Η έρευνα των γυάλινων αγγείων από τη ρωμαϊκή και παλαιοχριστιανική Θεσσαλονίκη, που πραγματοποίησε ο Α. Αντωνάρας για μεγάλο χρονικό διάστημα με επιμονή και σχολαστική λεπτομέρεια, προσφέρει μια πολύ χαρακτηριστική εικόνα της πόλης που παίζει κατά τους αιώνες αυτούς της όψιμης αρχαιότητας (κυρίως μετά τον 2ο μεταχριστιανικό αιώνα) έναν αυξανόμενο σε σημασία ρόλο. Το μέγεθος της ερευνάς, ο μεγάλος και ιδιαίτερα ποικίλος σε μορφή αριθμός θραυσμάτων γυάλινων αγγείων και σκευών από παλιότερες και πρόσφατες ανασκαφές στην αρχαία πόλη της Θεσσαλονίκης, συνιστούν ένα υλικό πολύ δύστροπο, του οποίου όμως η μελέτη απέδωσε. Με την εργασία αυτή αποκτούμε για τον ελληνικό κόσμο της όψιμης αρχαιότητας, και μάλιστα για ένα σημαντικό κέντρο του, τη γνώση όχι μόνο μιας σημαντικής τεχνικής και των προϊόντων της, αλλά και μιας χαρακτηριστικής πτυχής της καθημερινής ζωής στη μακρά αυτή περίοδο και στο ευρύτερο περιβάλλον.
Το έργο έχει έναν σύνθετο χαρακτήρα αφού, παράλληλα προς την αναλυτική εξέταση του σωζόμενου αρχαιολογικού υλικού, αναπτύσσονται όλες εκείνες οι απαραίτητες πληροφορίες για την τεχνική και την ορολογία της αρχαίας υαλουργίας με τρόπο συστηματικό.
Το έργο αυτό του Α. Αντωνάρα έρχεται να συμπληρώσει χρονολογικά τη γνώση μας για την υαλουργία στη Μακεδονία από τους κλασικούς χρόνους, φωτίζοντας τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους. Και τούτο αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς η έρευνα της αρχαίας υαλουργίας αναπτύσσεται κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα με ένταση, αλλά και πλέον συστηματικά, αξιοποιώντας τα ανασκαφικά δεδομένα. Για τον χώρο της Μακεδονίας και ιδιαίτερα το κέντρο της Θεσσαλονίκης, το παρόν έργο αποδεικνύεται σημαντικό καθώς η πόλη παίζει τον ρόλο του συνδέσμου ανάμεσα στη Μ. Ασία και το ανατολικό ευρωπαϊκό τμήμα της αυτοκρατορίας. [...]
(από τον πρόλογο της Στέλλας Δρούγου, καθηγήτριας Κλασικής Αρχαιολογίας Α.Π.Θ.)