Είναι πλέον γνωστό ότι το ρεμπέτικο τραγούδι ήρθε στην Ελλάδα ως υιοθετημένο τέκνο. Η μήτρα που το γέννησε η Ανατολή, θα έλεγα η μουσική παράδοση του Βυζαντίου. Και για να μη φανεί αυτό σαν ηλίθια πατριδολαγνεία, σπεύδω να σημειώσω πως η βυζαντική μουσική έρχεται από πολύ βαθιά, κυρίως από τα περσικά υψίπεδα, συναντάει την αραβική και πατάει πάνω στις αρχαίες ελληνικές φόρμες.
Είναι εξάλλου γνωστό πως στην αρχή η ορθόδοξη λειτουργία ετελείτο με τη συνοδεία οργάνων. Στο Άγιο Όρος υπάρχει τοιχογραφία με αγγέλους που παίζουν μπουζούκι και ούτι (Υμνείτε τον θεόν εν χορδαίς και οργάνοις).
Την εποχή των πρώτων μεταναστών, Έλληνες που έφταναν στην Αμερική από τη Μικρά Ασία και μετά την επικράτηση των Νεοτούρκων, Έλληνες που έφταναν στον Πειραιά και αργότερα, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η μουσική της Ανατολής, οι κομπανίες της και οι δίγλωσσοι τραγουδιστές της κυριάρχησαν κατ` αρχάς στα λιμάνια, στους προσφυγικούς συνοικισμούς και στο περιθώριο των μεγαλουπόλεων. Συχνά το τραγούδι αυτό συγχρωτίστηκε με την παρανομία, το χασίσι και τους εν γένει αποσυνάγωγους.
Η Ρόζα Εσκενάζυ εκπροσωπεί αυτό το μείγμα παράδοσης: Εβραία, εκχριστιανισμένη, με πρώτη γλώσσα της τα τουρκικά, κουβαλάει όλο το υλικό μιας πλούσιας σε διαστρωματώσεις μουσικής παράδοσης.
Είναι από τις πρώτες γυναίκες στο πάλκο που διεκδίκησαν την αυτονομία τους και κυριάρχησαν και ως ύφος και ως ήθος.
Συγκρότησαν με τον βίο τους και τις προσωπικότερες επιλογές τους την εικόνα της ανεξάρτητης ρεμπέτισσας, μια περσόνα κόντρα στην κοινόχρηστη αντίληψη για τη λαϊκή, αγροτική, μικροαστική γυναικεία παρουσία στον ελληνικό χώρο, κυρίως του μεσοπόλεμου.
Το θεμελιώδες γνώρισμα αυτής της γυναικείας δημιουργικής παρουσίας ήταν η ασπούδαχτη εμπειρία, το βαθύ τραυματικό ψυχογράφημα, το πηγαίο αίσθημα και η απλότητα, μέχρι την αφαίρεση κάθε `καλλιτεχνικού εφέ`, στην έκφραση.
Ο Παναγιώτης Μέντης, έμπειρος θεατρικός συγγραφέας, και κυρίως επιτυχημένος στον τρόπο που περιγράφει γυναικείες ιδιαιτερότητες, κατορθώνει με τη `Ρόζα` του να πλουτίσει την πινακοθήκη με τις λαϊκές προσωπογραφίες που έλαμψαν πριν λίγα χρόνια στην ελληνική σκηνή (Μπέλλου, Παπαγιαννοπούλου, Παπάζογλου).
Θεωρώ τυχερή τη Μαίρη Ραζή που θα ερμηνεύσει ένα τέτοιο ορυχείο λαϊκής ευαισθησίας, γλώσσας και αυθεντικότητας.