[...] Υπό στενή νομική έννοια Σύνταγμα είναι ο γραπτός, σε ιδιαίτερο κείμενο διατυπωμένος, υπέρτατος, γενικός, καθολικός, θεμελιώδης νόμος, που έχει τεθεί με ειδική διαδικασία, ρυθμίζει τη συνολική κοινωνική, πολιτική, οικονομική ζωή και έννομη τάζη, έχει αυξημένη τυπική δύναμη και μεταβάλλεται με διαδικασία δυσχερέστερη της προβλεπόμενης για τους κοινούς νόμους, των οποίων ιεραρχικά προΐσταται. Το υπό στενή νομική έννοια Σύνταγμα έχει δύο διαστάσεις, τυπική και ουσιαστική και αποτελείται από 6 συνολικά στοιχεία, δηλαδή τρία τυπικά και τρία ουσιαστικά.
Ο ορισμός αυτός δεν έχει «γενικό διαχρονικό προσανατολισμό», αλλά αναφέρεται στη σύγχρονη έννοια του Συντάγματος. Δεν αποδίδει, τί ήταν Σύνταγμα χθες, αλλά τι νοείται ως Σύνταγμα σήμερα. Η επισήμανση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι στη σύγχρονη εποχή έχει επέλθει μεταβολή της έννοιας και της ρυθμιστικής εμβέλειας του Συντάγματος. Η έννοια του Συντάγματος δεν παρέμεινε στάσιμη, αντίθετα εξελίχθηκε. Αρχικά αναπτύχθηκε, η ουσιαστική και ακολούθησε η τυπική διάσταση, που είναι δημιούργημα των νεότερων χρόνων. Η ουσιαστική έννοια διέγραψε κυκλική τροχιά. Το Σύνταγμα (με την ευρύτερη έννοια του όρου) ξεκίνησε ως καθολικός ρυθμιστής της συνολικής έννομης τάξης, προσέλαβε τη μορφή του «δημοσίου Συντάγματος» και επανεμφανίστηκε τελικά με τη μορφή του «υπερδημοσίου», θεμελιώδους νόμου, όπως άλλωστε μετά την τελευταία αναθεώρηση επιβεβαιώνεται, με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. γ` του ισχύοντος Συντάγματος. [...]