Σκιά του παλιότερου εαυτού της ήταν η Αθήνα.
Βία, έγκλημα, ελευθεριότητα, πολυπολιτισμός, ανεργία. Ηθική κατάρρευση...
Πόρνες παντού. Και απόγνωση. Ναι, απόγνωση. Δελτία για τα πάντα και ουρές. Μαύρη αγορά... Πήγαινες επίσκεψη; Τους πήγαινες μια κονσέρβα, ένα σαλατικό, κάτι φαγώσιμο και σε λάτρευαν. Άλλαξε το νόμισμα και η ζωή όλων. Πολλά μπορούσαν να κάνουν κάποιοι στην Αθήνα για ένα καφάσι με λαχανικά. Πότε-πότε, η αγορά ανάσαινε. Αλλά, για λίγο, καθώς τα γεμάτα καφάσια έφερναν και επιθέσεις εποίκων.
Οπότε, τα των προσόψεων κόπηκαν. Κι έτσι, η γειτονιά ήξερε, οι Έλληνες ήξεραν και ο μανάβης πουλούσε στη ζούλα, χωρίς φανφάρες. Άλλωστε, οι έποικοι είχαν την επιμελητεία τους: η κυβέρνηση φρόντιζε για τη βάση στήριξής της. Το νέο προλεταριάτο, έπρεπε να είναι καλοταϊσμένο, για να είναι σε θέση να εμπεδώσει την παρουσία του και να επιβληθεί στους Έλληνες.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]